Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Στέκοντας εκεί είχες τα τούρκικα τα σπίτια καταδεξά λίγο παρακάτου, τα τούρκικα τα λιόδεντρα πάνωθέ τους από την ίδια μεριά, ολόγυμνα καταρράχια και βοσκιές πίσωθε, χαμόδεντρα πάλε και κουμαριές και θυμάρια κατά ταριστερά. Μέρος που το σύχναζαν οι βοσκοί, το σύχναζαν κι όσοι βγαίνανε στους λαγούς ή στο χορτομάζωμα.
Κ' οι Αλαμανοί, απ' άλλη μεριά, από κει πούχαν αφεθή τα τείχι' αφύλαχτα κ' έρημα, χυμάν και κρυφά μπαίνουν στα κάστρα μέσα και την πατούν την πολιτεία και σφάζουν και χαλνούνε και σκλαβώνουν. Απάνω από τριάντα χιλιάδες λαό, λένε οι χωρικοί σήμερα, έπαιρνε η πολιτεία αυτή τότε. Παύλε Αιμίλιε! Σκληρέ κι άπονε πολέμαρχε της Ρώμης!
«Άκου με, κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία• εάν ποτε ο πολύβουλος 'ς το σπίτι του Οδυσσέας μερία σου 'καψε παχειά βωδιών ή και προβάτων, τώρα να μου τα ενθυμηθής, και σώσε το παιδί μου, 765 και παύσε την αποκοτιά των πονηρών μνηστήρων».
Χαροπάλευε και ξωλαλούσε η δόλια η Μάννα, κι' όλα τα ξωλαλήματά της είταν για τον ξενιτεμένο της το Βασίλη. — Την ευχή μου νάχετ' όλοι σας, κι' ο Βασίλης μου την πλειότερη. Χώματα να πιάνη και μάλαμμα να γίνωνται. Από τη δεξιά τη μεριά είχε τη νύφη της τη Βασίλαινα και της κρατούσε το χέρι. — Μου φαίνεται έτσι πως πιάνω τη σάρκα του Βασίλ' μου. Έλεγε με πόνο η δόλια η Μάννα.
Κι ο μάστορας απ’ την άλλη μεριά του λέει : Αυτή τώρα πια γλύτωσε κι' ησύχασε. . . σάματις που θα πάμε κ' εμείς !-Δε λες καλά που δε σ' άφησε κάνα παιδί, νάχης τώρα ντράβαλα στο κεφάλι σου.
Και τα λόγια του Τζατσίντο μπερδεύονταν, από την άλλη μεριά του μικρού τοίχου, με το θρόισμα των καλαμιών, με το μουρμούρισμα του αγέρα που περνά. Κι όμως, ξαφνικά φάνηκε να ανακτά τις δυνάμεις του και να ξαναζωντανεύει.
Μπαίνοντας μέσα στην αυλή, κύτταξε ολόγυρα για να δοκηθή αν κλωτσοβροντάη κανένα μουλάρι, και μη δοκιώντας τίποτε, απόθεκε κάπου το ροΐ της, βγήκε στο δρόμο, και τράβηξε ίσια κατά τ' αγνάντια, κι' άμα έφτασε στη μεριά, που είχε ξεχωριστή τον Γιάννη της, φώναξε με μεγάλη φωνή. — Ώωωωρε Γιάννηηηηη!!! Γιάννη ούουουουού!!!... — Όρσεεεεεε!!!! Απολογήθηκε μια φωνή από μακρυά.
Ο σκύλος δεν έδειχνε μεγάλη στενοχώρια για όλα αυτά, μόνο κάποτε φαινότανε σαν ξαφνισμένος για όσα τραβούσε κ' ήσυχος κ' ήμερος πήγαινε και ξαπλωνότανε σ' άλλη μεριά με τη μάταια ελπίδα πως ο καλόβουλος τύραννός του θα κουραζότανε και θα τον άφινε σε ησυχία. Μα όταν ο Σβεν έβγαινε στην αυλή, ο σκύλος έτρεχε κοντά του, όπου κι αν πήγαινε.
Ξακολούθησαν έτσι ως μια ώρα δρόμο, όταν έφτασαν σε μια ράχη, οπούθε φαίνουνταν τα Γιάννινα μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας, με τα πολλά τους φώσια, σαν απέραντο πάπλωμα, κεντημένο με χρυσά αστέρια. Σ' αυτή τη μεριά ο Φετάνης λέγει του Λέντζου: — Έχ'ς ένα τσιγάρο;
Στο τέλος μη μπορόντας Στα πόδια να σταθούν, Οχ τον πολύν αγώνα Καθόλου να ορθοθούν· Αποσταμένα πέφτουν 1245 Στη γη ξαπλοταριά, Κειτάμενα σαν ψόφια Δεξιά ζερβιά μεριά. Και το Λαγό στη μέση Κομμάτι τρυφερό 1250 Με θλίψι τους κυττάζουν, Και μάτι λυπηρό. Η Αλουπού σε ταύτο Περνόντας αποκεί, Καθώς τα πάντα ίδε 1255 Καλά προσεχτική, Τρεχάτη ανάμεσά τους Αδράζει το Λαγό, Και φεύγει προς το δάσος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν