Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Αυτός δεν υπετάχθη εις την θέλησιν του βασιλέως της Θέμπας, αλλά με βρισές μεγάλες τους αποδίωξεν.

Μου είπε η κουμπάρα μας μια γνώμη, να τάξω στην Καισαριανή, μεγάλ' η χάρι της, να σηκωθώ να τον πάω, ίσως λυπηθή, η Παναγία και τον κάμη καλά. Χάρες μεγάλες ακούονταν πως γίνονται τον καιρό εκείνο.

Της πειό μεγάλες τρέλλες. Έπαιξα την ζωή μου ολόκληρη. Εθυσίασα το μέλλον μου...τη φιλοδοξία μου. Ε λ έ ν η. Μα τι έκαμες λοιπόν; Κ ώ σ τ α ς. Ό,τι και αν έκαμα είμαι δικός σου! Το όνομά σου ανέβαινεν εις τα χείλη μου, όταν μιλούσα στην άλλην Ε λ έ ν η Και τώρα η αγάπη σου με την άλλην. Κ ώ σ τ α ς. Ω η αγάπη μου εκείνη... είναι αγάπη καθήκοντος τώρα πειά.

Ο ήλιος αποβασίλευε τόρα, σκιές μεγάλες απλόνουνταν στο γιαλό, στη θάλασσα, στους βράχους· μονάχα οι ψηλότερες κορφές των βουνών ρόδιζαν.

Τάφησα κ' εγώ που λες για την τελευταία στιγμή, Γιατ’ είπα μέσα μου : ό,τι έχω εγώ τη Βεργινίτσα μου!. . δεν πα να κουρεύωνται κ’ οι μεγάλες και τα Κούλουμά τους. . . » Και ξεγλίστρησε όξω απ’ την πόρτα.

Τι είναι που μας κάνει και τη βλέπουμε την Αγιά Σοφιά κι ονειρευούμαστε μεγάλες ιδέες, ακόμα δεν το χώρεσ' ο νους μου. Στόμα να είχε να μας μιλήση ο τρούλλος εκείνος, που όλα τα είδε, τι θα μας έλεγε! Τι κατάρες δε θα ξεφώνιζε στα φαντάσματα που γυρίζουν εκεί απάνω!

Αυτός κάθε στιγμήν επαινιώνταν πως δεν ήταν άλλος βασιλίας, που να τον παρομοιάζη εις την μεταδοτικήν του γενναιότητα και εις το να κάνη παντού μεγάλες καλωσύνες. Ο Γιαφάρ ο βεζύρης του μην ημπορώντας να τον υποφέρη ακούοντάς τον να επαινήται μοναχός του, αποφάσισε μίαν ημέραν να τον ελέγξη με κάθε ελευθερίαν.

Και πάντα εκυλούσε ο ΓεροΠοταμός με την αργή γαλήνη μιας βασιλικής ευτυχίας. Έτσι λέει ένα παλαιό παραμύθι. Στις όχθες του ποταμού οι μεγάλες λεύκες εσάλευαν πάντα καμαρωμένες απάνω στα υπερήφανα κορμιά τους. Και όλο ψήλωναν ρουφώντας με τις ψηλές κορφές τους το πρωτόλουβο φως του ουρανού και όλο κατέβαιναν ζητώντας από τα σπλάχνα της γης τις απόκρυφες δροσιές.

Κουνούσε η γριά το μαγουληκωμένο κεφάλι της σα ν' αγνάντευε μεγάλες συφορές ομπροστά της. Δεν ξεστόμισε τίποτις όμως, παρά τούβαλε του Δημήτρη να φάη. Νίφτηκε ο Δημήτρης, και κάθισε κ' έφαγε. — Εγώ θα πάω τώρα στου Γιάννη, λέει η γριά. Είνε λέει απαρηγόρητος ο βαριόμοιρος. Και βράζουν λέει οι γαμπροί του από καράζι.

&Τι έπαθε ο Αγαθούλης με τους Βουλγάρους.& Ο Αγαθούλης, διωγμένος από τον επίγειο παράδεισο, περπάτησε πολύν καιρό χωρίς να ξέρει για πού, κλαίοντας, σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό, στρέφοντας τα συχνά προς τ' ωραιότερο των παλατιών, που είχε μέσα του την ωραιότερη από τις βαρωνέσσες. Κοιμήθηκε νηστικός μέσα στους αγρούς ανάμεσα σε δυο αυλάκια· το χιόνι έπεφτε σε μεγάλες τουλούπες.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν