Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Μα είχα πεποίθηση πως σαν καλοί φίλοι των προγόνων μου δε θ' αρνηθήτε να μου κάμετε την τιμή να δεχθήτε μερικά ενθύμια των. Έβαλα λοιπόν στα δισάκκια σας από ένα σπάνιο χειρόγραφο και λίγα μάρμαρα από τις ανασκαφές μας. — Ω!... έκαμαν σύγκαιρα κ' οι δυο ξαφνισμένοι. Μα σεις επεράσατε τον Αλκίνοο στη μεγαλοδωρία. Σας ευχαριστούμε, σας ευχαριστούμε πολύ.
Η φλούδα μοναχή της Χωρίζει, ξεδιπλόνεται, και τότε με το χέρι, Το σιωπηλό το φάντασμα που στέκει επάνωθέ του, Τη σήκωσε, την έρριξε 'ς την πλάτη του σα ράσο, Κ' έμειν' εμπρός του ακίνητο... Τριγύρω 'ς το λαιμό του Χαράκι κόκκινο βαθύ, σαν νάθελε περάση Εκείθε η κόψη του σπαθιού... — Χριστός ανέστη, Διάκε!... Έλα μαζύ μου γρήγορα μη μας προλάβ' η μέρα.
Επάνω εις αυτά λέγει τότε και ο Κτήσιππος: — Αι, φίλοι μας από τους Θουρίους ή από την Χίον, ή και απ' όπου αλλού σας αρέσει να είσθε και να σας λέγουν, θαυμάσια είναι αλήθεια αυτά που λέγετε, και δεν σας μέλλει, βλέπω, να παραμιλήτε ξυπνοί!
ΚΑΛΙΜΠ. Υδρώπικας να πνίξη το μουρλό! Τι νοιώθετε με το να χαϊδεύετε αυτά τα παληοσκούτια; πάμετε, και ας κάμουμε πρώτα το φονικό· ανίσως ξυπνήση, μας γιομίζει τσιμπιές από τα νύχια ως την κορφή· μας κατασταίνει παράξενα πράγματα.
Πρέπει δε, και εάν είναι ένοχοι, να υποκρινώμεθα ότι δεν είναι, διά να μη καταστήσωμεν εχθρόν τον μόνον σύμμαχον, ο οποίος μας μένει. Νομίζω δε ότι είναι πολύ συμφερώτερον προς διατήρησιν της αρχής να αδικηθώμεν εκουσίως παρά να εξολοθρεύσωμεν δικαίως ανθρώπους, τους οποίους πρέπει να φεισθώμεν προς το συμφέρον της πόλεως.
— Να, εδώ είνε τα γράμματα, που γράφουν τη μοίρα μας, είπε δεικνύουσα τα ιερογλυφικά εκείνα σημεία της συναρμογής του μετώπου· εδώ είνε γραμμένο όλο το ριζικό μας. « Έπαθα, τάπαθα· τα μέλλω πάθω;» — Τι θα πη αυτό, μητέρα; ηρώτησεν η Ευθαλία. — Αυτό θα πη, κορίτσι μ', ξέρουμε τα όσα πάθαμε, μα δεν ξέρουμε τι μας μέλλει ακόμας.
Από κει ως της Κεχρεαίς κι' ως την Αγίαν Ελένη, θα μας παίρνη αγάλι- αγάλια με το πανάκι. Κι' απ' την Αγία Ελένη κι' εκεί, αν δεν μπορέσουμε, να μ'ντάρουμε... — Ε, ύστερα; — Εγώ θαλασσώνω και βγαίνω στη στεριά, και σας τραβώ με τη μπαρούμα ως τον Άι-Σώστη.
Τόνα της συντροφιάς των παιδιών, τάλλο, της καμαρωμένης δασκαλικής μας. Τα παιδιά μού χωράτευαν ή και μού βλαστημούσανε ρωμαίικα, ο δάσκαλος με καθοδήγευε κορακίστικα. Έτσι και τα βιβλία του, σαν άρχισα και τα μισόνοιωθα. Η μακαρίτισσα με καμάρωνε σαν τα διάβαζα το βράδυ κοντά στο λυχνάρι.
Έβλεπες το τριαντάφυλλο κι άρπαζες σύνωρα το μοσκοβόλημά του· έβλεπες θέρο κ' ένοιωθες το ψωμί δίπλα σου· έβλεπες φονικό κι ανατρίχιαζες σύψυχος· έβλεπες εχτροτσάκισμα και φώναζες: απάνω τους! — Ωραίο κέντημα! Είπε ο Δημητράκης. Νόμιζα πως μονάχα η φύση μπορούσε να μας δώση τόσο τέλειο κέντημα. — Και μήπως εγώ δεν είμαι γέννημα της φύσης! Κ' εγώ κ' εσύ και όλοι μας.
Και με κοιτάζει με φλογισμένες ματιές. Είμουν ακόμα πιο μπόσικος απ' ό,τι θάρρεψα! Ολότελα σάστισα τώρα. Την έβλεπα, και δεν ήξερα τι να της πω. — Πιστεύεις τις Ατσιγγάνες; με ρωτάει πρι να της μιλήσω. Ήρθε μια στην πόρτα μας σήμερα, και την έβαλα να μου πη τη μοίρα μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν