Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Για πού; ηρώτησεν ο Στάθης απορών διά την αιφνιδίαν αυτήν εξέγερσιν της γυναικός του. — Πααίνω με τα γαλιά. — Κι' αν σουρίξη το φίδι; Η λυγερή εταράχθη εις την ανάμνησιν εκείνην, τόσον απροσδοκήτως και ασκόπως ριφθείσαν παρά του ανδρός της. Ησθάνθη αίφνης κάτι συσφίγγον την καρδίαν εις τα στήθη της, ως να εσταμάτησε διά μιας η κυκλοφορία του αίματος.

Αλλά και αν ήθελεν η λυγερή πάλιν δεν ηδύνατο να μείνη άεργος εις τον οικίσκον της. Διότι εις τα χωρία, όπου οι κάτοικοι μετρούνται εις τα δάκτυλα, καθένας τούτων υπόκειται καθημερινώς εις τον αυστηρόν έλεγχον των λοιπών.

Ήρχετο να την ανακαλέση εις εαυτήν, να την ενδύση πάλιν με την προτέραν ενδυμασίαν της, εκείνην η οποία τόσον της ήρμοζε, να της επαναδώση τα παιδικά της αισθήματα. — Διότι καθ' όλην των την ζωήν, τι άλλο είνε οι βλάχοι παρά παιδιά; Η λυγερή ήτο άλλη ήδη· συνεκινείτο εις την ιδέαν αυτήν και μόνην, εις την εικόνα αυτήν του βίου, την οποίαν της παρουσίαζε ζωηράν προ των ομμάτων της ο αυλητής.

Και η λυγερή ησθάνετο μίσος προς την φλογέραν εκείνην η οποία διά του ευγλώττου στόματός της, επιτηδειοτέρου και της πλέον γυμνασμένης μαυλιτρίας, έκαμεν αυτήν να λησμονήση την προς τον άνδρα της μύχιον εκείνην αφοσίωσιν η οποία συγγεννάται και συναποθνήσκει με αυτό το σώμα της γυναικός του αγρού.

Λυγερή! — Καλώς μου τον λεβέντη! — Τι νάναι αυτό το κέντημα; — Του γάμου μας το δώρο, Που θα σου δώσω, Κωνσταντή κι’ αρραβωνιαστικέ μου, Την Κυριακή του γάμου μας την άγια εκείνη ημέρα, Που θα μας βάλη ο παπάς τα τίμια μας στεφάνια, Μπρος στο Βαγγέλιο το ιερό και μπρος την Παναγία, Και στον αφέντη το Χριστό και σ’ όλους τους Αγίους. Ιδέ και πε μου, Κωνστανή, καμάρι της καρδιάς μου.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγεν η λυγερή Χρυσάιδω, Πανώρια κόρη προεστού, μοναχοθυγατέρα, Οπού δεν είχε ταίρι της σ’ Ανατολή και Δύση Στην ωμορφιά και στην τιμή και στο γλυκό τραγούδι, Κι’ απάνω στα κεντήματα, και στα ξομπλιάσματά της Γλυκό τραγούδιν έδερνε, τραγούδι της αγάπης Με μια φωνή χαρμόσυνη, σαν απ’ αγγέλου στόμα.

Μ' όλη τους τη χολόσκαση που είχαν ανήμερα κιόλας θαμμένο το Χασάνη, τόσο τη χάρηκαν την πλερωμή αυτή της ζημιάς τους, που σκαρώσανε σωστό πανηγύρι τη βραδινή εκείνη στα δαδοφωτισμένα λημέρια τους. Ακούγουνταν οι ταρμπούκες και τα τραγούδια ως την κάτω την ενοριά, την ώρα που κάμανε γύρο κ' έβαλαν καταμεσής τη μαζώχτρα του Χουσεήνη, τη λυγερή την Ασήμω, και χόρεψε.

Τον προέτρεψε να δείξη και εις αυτήν την τέχνην του και ούτος το έκαμεν ευχαρίστως. Και καθημέραν ήδη η λυγερή δεν ήθελε τίποτε άλλο παρά να τον ακούη αυλούντα. Πολλάκις, ότε ο Μήτρος ηρνείτο να πράξη τούτο, αύτη τον παρεκάλει επιμόνως και ο βοσκός υπέκυπτε κολακευόμενος διά την τέχνην του είτε χαριζόμενος εις την επιθυμίαν της.

Μον έμπα εσύ τα γόνατα και πιάσε τ' Αχιλέα, 465 και στον πατέρα ξόρκιστ' τον στη λυγερή του μάννα και στο παιδί του, και θαρρώ τα σπλάχνα θαν τ' αγγίξειςΕίπε, και στου Ελύμπου αφτός τα μακροβούνια φέβγει.

Εγνώριζε την συνήθειαν την οποίαν έχουν να συνάζωνται ούτω και να θορυβούν μόλις εύρουν κάτι εις τον δρόμον των· υπέθετε δε ότι και τόρα κανέν παλιοπάπουτσο είτε ράκος πανιού θα επροκάλει την έριν των. Αίφνης όμως εκ των αλληλωθισμών και ραμφισμάτων αυτών ανεπήδησεν υπεράνω κ' έπεσε προ των ποδών της μικρόν τεμάχιον καλάμου. — Μπα· η φλογέρα του! εψιθύρισεν η λυγερή.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν