Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Δεξιά σε μιαν ομάλια, το παλάτι της Πεντάμορφης καθρέφτιζε στην άτρεμη λίμνη τους χιονάτους τοίχους του και τις δαντελωτές σκεπές του. Σ' ένα του παραθύρι καθότανε η κυρά του κ' έπαιζε τα χρυσόμηλα με το αντρειωμένο βασιλόπουλο, τον αφέντη της. Έλαμπε το παραθύρι, έλαμπαν τα χρυσόμηλα, έλαμπε κι ο νιος γαμπρός από την ομορφιά της.
Ζερβά η λίμνη ατάραγη, απλωτερή, ολόστρωτη και μακρουλή, με το χαϊδεμμένο κι ακριβό νησάκι της μες τη μέση και με τον καλαμιώνα περίγυρα, καθρεφτίζει στα βάθη της, σα να σφίγγη απάνου στα στήθη της ερωτικά τον γαλανόν ουρανό και τ' αντίπερα καμαρωμένο βουνό της. Κάπου κάπου οργώνει τα νερά της κανένα καϊκάκι.
Πλησίον του μνημείου υπάρχει μεγάλη λίμνη ήτις, ως λέγουσιν οι Λυδοί, δεν ξηραίνεται ποτέ, και ήτις καλείται Γυγαία λίμνη. Αλλ' αρκούσιν όσα είπομεν περί του αντικειμένου τούτου.
Ευθύς δε όλος ο τόπος εσείσθη και υπό της μαγικής επωδής εσχίσθη το έδαφος και ηκούετο μακρυνόν το γαύγισμα του Κερβέρου. Και η στιγμή ήτο πολύ φοβερά και τρομακτική, έδδεισεν δ' υπένερθεν άναξ ενέρων Αϊδωνεύς διότι εφαίνοντο ήδη τα περισσότερα μέρη του Άδου, η λίμνη και ο Πυριφλεγέθων και του Πλούτωνος τα ανάκτορα.
Είταν τόση ξαστεριά, πόλεες άνοιξη, πως ξαναγύρισε το καλοκαιράκι. Του λόγου της από κει γύρεψε ένα σεργάνι στη λίμνη. Γυναίκα, βλέπεις, ούλο στο κακό. Εμένα έδερνε το μάτι μου... — Σάματ' τόξερα κ’ εγώ η κακομοίρα, αποκρίθηκε, πειραγμένη η γυναίκα του, και χαμογελώντας. — Θεός να σε φυλάη από γυναίκα.
'Σ τη λάμψη του η φύσι Φαίνεται πούναι 'ς όνειρα, σε ύπνο βυθισμένη, Η λίμνη του Μεσολογγιού αστράφτει αγρυπνισμένη, Γιατί τ' αγέρι το τρελλό θέλει να την φιλήση, Κι' όσαις φοραίς το χέρι του απάνω της απλώνει, Πεισμώνει αυτή κι' ανάλαφρα το μέτωπο ζαρώνει. Καθάρια τα νερά της Σωπαίνουν όλα.
Ω σεις, Νεφέλες πολυτιμημένες, εδώ 'ς αυτόν ελάτε να δειχθήτε, είτε στης ιερές και χιονισμένες της κορυφές του Ολύμπου κατοικείτε, — ή με της Νύμφες στήνετε χορό στους κήπους του Ωκεανού πατέρα, — είτε στο Νείλο βγάζετ' εκεί πέρα με της χρυσές υδρίες σας νερό—, ή στη Μαιώτι λίμνη κατοικείτε, — του Μίμαντος την πέτρα την ψυχρά — ακούστε τη θυσία, και δεχθήτε ευχάριστα τα λόγια τα ιερά.
Πέφτει του Λάμπρου το ραβδί π' ακούμπαε το πλευρό του, Της Χρύσως έπεφτε η ποδιά, τα χέρια χαρβαλώναν Κι' άθελα βρέσκαν κι' άγγιζαν του πιστικού τα χέρια. Έτρεμε σαν την καλαμιά κι' ανάγερνε τα μάτια Πλημμυρισμένα από καϊμό και φλογερά απ' αγάπη, Κι' όπως κοχλάζει απ' άνεμον η φουσκωμένη λίμνη Έτσ' ανεβοκατέβαιναν οι αμαλαγοί της κόρφοι.
Εκεί ηπλούτο η λίμνη διαυγής αντανακλώσα εις αβρόν ρόδινον χρώμα την τελευταίαν του ηλίου λάμψιν ήτις εχρύσωνε τα δυτικά όρη κ' εδώ, εν μέσω της ειρήνης της φύσεως, εξετίθετο εν δυσειδεί ποικιλία η ασθένεια και η ταλαιπωρία του ανθρώπου, ενώ η ηρεμία της σαββατιαίας αμφιλύκης διεταράσσετο από τας κραυγάς των δαιμονιζομένων, των μαρτυρούντων την παρουσίαν του Υιού του Θεού, αλλά τους οποίους Αυτός δεν ηνείχετο να λέγουν ότι εγνώριζον Αυτόν ότι είναι ο Χριστός.
Αυτή του έκαμνε παράπονα κατά της οικοκυράς και των γειτονισσών. — Τι κόσμος είν' αυτός, καλέ; Ο Βαγγέλης πότε εμορμύριζεν εναντίον των, πότε εσιώπα. Συνήθως είχε το λαγούτο υποκάτω από την μασχάλην του, καθώς υποκάτω από τα σκέλη του ο σκύλλος την ουράν. Μίαν εσπέραν, ότε έγεινε ραγδαιοτάτη και διαρκής βροχή, η στέγη όλων των σαθρών χαμογείων διέρρευσε. Το πάτωμα έγεινε λίμνη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν