Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Αίφνης ηκούσθη κρότος μετάλλου προς μέταλλον. Επήδησα εντός του λάκκου και ήρχισα ν' απωθώ με τας χείρας το χώμα. Η αξίνη του κηπουρού έσχισε τον σάκκον. Τον ανύψωσα μετά προσοχής και τον απέθεσα παρά την ρίζαν του δένδρου. Υπ' αυτόν ήτο ο έτερος σάκκος. Τον έθεσα πλησίον του πρώτου και εγεμίσαμεν πάλιν με το χώμα τον λάκκον. ― Τώρα ; ηρώτησεν ο γέρων.
Και εις το αναμεταξύ που αυτός μου ετοίμαζε τον λάκκον, εγώ ήλθα ολίγον εις τες αίσθησές μου και άρχισα να οδύρωμαι και να του ζητώ να μου αφήση την ζωήν μα αυτός ο βάρβαρος, αντίς να λάβη σπλάγχνος εις τα παράπονά μου, ηθέλησε διά περισσοτέραν παιδείαν μου να με θάψη και ζωντανήν· και η τύχη μου εξαπέστειλεν εσένα διά να με ελευθερώσης.
Ρύακες ύδατος έρρεον εκ των ενδυμάτων της, και ο γέρων απόμαχος κατεβράχη όλος. Αλλά δεν τον έμελε διά τούτο. Έσπευσε να ψηλαφήση την καρδίαν, να βεβαιωθή αν ήτο ζώσα η παιδίσκη. Το σώμα ήτο κατάψυχρον. Παρ' ολίγον ο γέρων στρατιώτης απηλπίζετο. Έψαυσεν επανειλημμένως την καρδίαν, εκάθισε παρά τον λάκκον, εθέρμανε το σώμα διά προστριβών. Εφύσησεν εις το πρόσωπον της ατυχούς μικράς.
— Θέλεις, Αφέντρα μου, να μβης εδώ μέσα να ξαπλωθής ώμορφα- ώμορφα, να καμαρώνης, για να ιδώ πώς θα φαίνωμαι όταν με βάλουν μέσα . . . ίσα κοντεύουμε να είμαστε στο μπόι; γιατί εσύ ψηλώνεις γλήγορα . . . Να τεντωθής, ολίγο συ, να ξεδιπλωθώ λίγο εγώ, ίσα θα είμαστε, πάνω-κάτω. Η παιδίσκη μειδιώσα, άκακα, άφοβα, άφησε το καλαθάκι της και κατέβη εις τον κοινόν λάκκον.
Άλλοι εις το ασκέπαστον μέρος του περιβόλου κάνουν τα ίδια, όχι όμως εις την λάσπην αυτοί, αλλ' εις λάκκον γεμάτον άμμον την οποίαν τινάζουν ο ένας εις τον άλλον κ' επάνω των, ως πετεινοί, διά να πιάνωνται, υποθέτω, καλλίτερα εις τας συμπλοκάς, καθότι η άμμος αφαιρεί την ολισθηρότητα και το πιάσιμον εις το στεγνόν γίνεται ασφαλέστερον.
— Τούτο, απεκρίθη με φοβεράν φωνήν ο αντίπαλός μου, είνε ο λάκκος όπου θα σε ρίψουν μετά δύο λεπτά! Κάθε άνθρωπος τον όποιον εγγίζει το σπαθί μου είνε καλός διά θάψιμον. Κάμε γλήγορα την τελευταίαν σου προσευχήν. »Ταύτα ακούων και θεωρών τον λάκκον, τον έτοιμον να με καταπίη, ησθάνθην την καρδίαν μου να γεμίζη όχι από φόβον, αλλ' από φοβεράν οργήν, προ πάντων κατά της αδικίας.
Ο μάγος επερίμενε την γέμισην της σελήνης— διότι τότε κατά το πλείστον γίνονται αυτού του είδους αι μαγείαι—και τότε ήνοιξε λάκκον εις ανοικτόν μέρος της οικίας και περί το μεσονύκτιον μας εκάλεσε τον Αλεξικλέα τον πατέρα του Γλαυκίου, ο οποίος είχεν αποθάνει προ επτά μηνών. Ο γέρων δεν επεδοκίμαζε τον έρωτα του υιού του και ωργίζετο, επί τέλους όμως συγκατένευσε.
Περιπατώντας εις εκείνον τον βαθύτατον λάκκον, τον εύρον όλον στρωμένον με πολύτιμα πετράδια, χυμένα δηλαδή και διεσπαρμένα ωσάν ο άμμος εις το περιγιάλι της θαλάσσης, ανάμεσα εις τα οποία εφαίνοντο μερικά τόσον μεγάλα και λαμπρά, που σχεδόν ήτον ατίμητα εάν ευρίσκοντο εις την Βαβυλώνα, ή εις άλλας βασιλευούσας πόλεις.
&Ιστορία της κυρίας, που ευρέθη εις ένα σακκί.& Ακούοντας το λοιπόν έτσι, εσηκώθηκα ευθύς, και έτρεξα προς εκείνο το μέρος, που ακούονταν οι φωνές· και αγνάντια βλέπω άνθρωπον, που έκανεν ένα λάκκον. Εγώ βλέποντας έτσι εκρύφθηκα οπίσω εις ένα δένδρον διά να ιδώ το αποβησόμενον. Εκείνος αφού έκαμε τον λάκκον είδα που έβαλε μέσα ένα μέγα σακκί, και σκεπάζοντάς το με το χώμα έφυγεν.
Ο Αράπης με όλον που ήτο κλέπτης επαρακινήθη εις σπλάγχνος, και ξεπεζεύοντας έβγαλε την Ρεσπίναν από τον λάκκον και την έβαλεν οπίσω από το άλογόν του, και καβάλλικεύοντας και αυτός εμίσευσεν. Αυθέντη του λέγει η Ρεσπίνα, που έχεις να υπάγης; εις την τένταν μου, απεκρίθη αυτός, η οποία δεν είναι πολλά μακρυά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν