United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι λες, καπετάν-Ηλία μ'; Έστειλε κάνιο ταλεύρια; Μας φάγανε ο κόσμος. — Τον είδεθ εθύ; άλλο τόθο τ' εγώ. Επανέλαβε πάλιν ο καπετάν Ηλίας, βραδύγλωσσος, εξακολουθών να ξεφορτώνη το κόττερον. — Δεν σου έδωκε κάνιο κανένα γράμμα; — Άφηθέ μας, θεια, άφηθέ μας, τ' έχουμε δουγιά!

Μετά ικανήν ώραν, άμα τη ανατολή του ηλίου, προέκυψαν από του απέναντι ακρωτηρίου δύο βάρκαι ερχόμεναι προς τα εδώ, αίτινες, έχουσαι ούριον τον άνεμον, καθότι είχε σουρώσει ήδη το μελτέμι, ταχέως επλησίασαν. Οι Χαλασοχώρηδες με το κόττερόν των έπλευσαν εις προϋπάντησιν των δύο λέμβων. Ανεγνώρισαν δε μετ' ου πολύ τα πρόσωπα, τα οποία έφερον αύται.

Αλλ' από βαθέος όρθρου, ο Λάμπρος ο Βατούλας οσφρανθείς, φαίνεται, το δόλωμα των αντιπάλων, έσπευσε να ξυπνήση τον καπετάν-Νικολάκην, το Τρυποκαρύδι, ένα των στενωτέρων φίλων του, και επιβιβασθέντες οι δύο εις ωραίον κόττερον, έλυσαν τα πανιά, εσήκωσαν την άγκυραν, και ανάψαντες τους ναργιλέδες των με τα κάρβουνα, τα οποία είχαν λάβει από το καφενείον του γέρο-Ακούκατου, όστις αγρυπνότερος αλέκτορος ήνοιγε το καφενείον τέσσαρας ώρας πριν φέξη, εξηπλώθησαν παρά την πρύμνην καπνίζοντες και πλέοντες τη βοηθεία της πρωινής απογείου αύρας.

Ο Λαλεμήτρος τωόντι ανεχώρησεν ένα δειλινόν, εις Βόλον, με το κόττερον του καπετάν Ηλία, ένα βραδύ και χονδρόν σκάφος, ως τον κυβερνήτην του, αφού απεχαιρέτισε την σύζυγόν του και την πενθεράν του, με χαράν καταφανή, χαράν εμπόρου απερχομένου να ψωνίση, χαράν συζύγου, μετ' ολίγας ημέρας μέλλοντος να επανέλθη.

Είτα, πριν φθάση εις το καφενείον, είδεν έν κόττερον και δύο μεγάλας λέμβους, αίτινες είχαν φθάσει, και την στιγμήν εκείνην ηγκυροβόλουν προ της αποβάθρας.

Σιμά εις πέντε ή έξ ογκώδη σκάφη, ασφαλώς αραγμένα, ένα μικρόν κόττερον, νέο σκαρί, εφαίνετο να σαλεύη εις τον γνόφον τον βαθύν, ανάμεσα εις το Δασκαλειό, το βραχώδες χθαμαλόν νησίδιον, και εις τον παλαιόν Μώλον, δίπλα εις τα ρηχά, τα απλούμμενα εκείθεν των εκβολών του χειμάρρου.

Στιγμήν τινα, όταν ο άνεμος είχε φθάσει εις το έπακρον της λύσσης του, κρότος οξύς ηκούσθη από το κόττερον, όστις εξεχώριζε και από τον ρόχθον των κυμάτων και από τους συριγμούς των τροχαλιών. Ήτον ως κραυγή αγωνίας. Δύο ή τρεις θαλασσινοί κατοικούντες εις το παραθαλάσσιον, σιμά εις την προκυμαίαν, είχον ανοίξει τα παράθυρά των και εκύτταζαν ανήσυχοι τα χειμαζομένα πλοία.

Και όταν, μετά είκοσιν ημέρας, επανήλθε τα βραδύ και χονδρόν του καπετάν Ηλία κόττερον εκ Βόλου, κοντανασαίνον από το φορτίον, πρωί-πρωί η γρηά- Κυρατσού έσπευσε να υποδεχθή, τον γαμβρόν της, τον Λαλεμήτρον, τον μεγαλέμπορα, ως τον απεκάλει.

Το κόττερον του καπετάν Ηλία, κατάφορτον εμπορευμάτων και με τάβλαις σωρόν επί του καταστρώματος, μετά βραδύτητος προσήγγισε τέλος, αργά- αργά, εις την αποβάθραν, κοντόν και χονδρόν ως τον καπετάν Ηλίαν τον κυβερνήτην του. — Καλώς ώρσες, καπετάν Ηλία! πάντα κατευόδιο, καπετάν Ηλία! Ήλθεν ο Λαλεμήτρος; Εφώναζεν η γραία, υψηλά από τον βράχον, καταβαίνουσα εις την παραλίαν.

Άλλως είξευραν ότι ο ιδιοκτήτης του μικρού σκάφους είχε συνήθειαν να κοιμάται κατ' οίκον, η δε οικία του δεν είχε το πλεονέκτημα να είνε παραθαλασσία. Το κόττερον ήτον «νέο σκαρί», και ο καπετάνιος του ήτον «νειόγαμπρος». Μόνον υπήρχον εντός του πλοίου ο σύντροφός του, γέρων ναυτικός, ο Κώτσος ο Φραγκούλας, όστις είχεν έργον να φυλάττη το πλοίον.