Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουλίου 2025


Η ανεξήγητος τούτη διαγωγή της Οφηλίας τον εμβάλλει εις μεγάλην απορίαν· τάχα η Οφηλία δεν πιστεύει πλέον εις την αγνότητα των αισθημάτων του, και τον θεωρεί ως έναν δόλιον εραστήν, ως έναν ασυνείδητον διαφθορέα; ή μήπως η έξαφνη μεταβολή της θα εξηγηθή ως τέχνασμα υποκριτικής αγνείας, ώστε ουδέ αύτη εξαιρείται εις την γενικήν διαφθοράν του γυναικείου γένους; Από άκραν ψυχικήν ταραχήν και αδημονίαν παρασύρεται ο Αμλέτος και μεταβαίνει να ιδή την Οφηλίαν διά να διαγνώση από αυτό το πρόσωπον της, εάν είναι δυνατόν, τα ενδόμυχα της ψυχής της, διά να μάθη αν θα καταδικάση εις την περιφρόνησιν και αυτό το μόνον αντικείμενον της αγάπης του και του σεβασμού του· και αφού τίποτε δεν είδεν εις την ουρανίαν εκείνην μορφήν να δικαιολογή τους φόβους του, πείθεται ότι η άρνησίς της προέρχεται από ξένην ενέργειαν, βλέπει εις την Οφηλίαν ένα αθώον πλάσμα ριμμένον εις τον κόσμον διά να πέση και αυτό θύμα της γενικής κακίας· διά τούτο την κλαίει με τα τρία κινήματα της κεφαλής, διά τούτο εξέρχεται από τα βάθη της ψυχής του ο απελπιστικός εκείνος στεναγμός, διά τούτο, ενώ αποχωρίζεται, δεν σηκόνει από αυτήν τους οφθαλμούς του, ως να ήθελε να φυλάξη ακεραίαν, απαράλλακτον, την άσπιλον εκείνην εικόνα και να την ενταφιάση με την αγάπην του μέσα εις τα βάθη της καρδίας του.

Ο νιος και δίχως του κόσμου πράξι, Στης όρεξαίς του δεν έχει τάξι· Ορθά δεν ξέρει να συλλογιέται, Και στους σκοπούς του γι' αυτό πλανιέται Τυφλά κινιέται και κιντυνεύει, Και τη ζωή του συχνά ξοδεύει· Στην πατρίδα σου αν πορεύης, Ξένους τόπους μη γυρεύης. Κάλλια μέτρια στη γωνιά σου Μ' ευχαρίστησι καρδιάς σου, Ή πολλά να αποχτήσης, Και με κίντυνα να ζήσης.

Εις την ερώτησιν αυτήν δεν υπάρχει απάντησις. Μήπως από την μεγάλην της ταραχήν, από τον τρόμον της μητρικής της καρδίας, ελησμόνησεν αφίνουσα το εσωτερικόν του θαλάμου της να φορέση εις τα λεπτά της πόδια της παντούφλες, και μήπως διότι τελείως ελησμόνησε να καλύψη τους ωραίους βενετσιάνικους ώμους της ο πέπλος που της ήρμοζεν;

Τέλος ο Μάχτος, αφού εδίστασεν επί πολλήν έτι ώραν, εφάνη αίφνης ότι απεφάσισε, και ώρμησε προς τον κήπον με παράφορον βήμα. Διά της βεβιασμένης ταύτης σφοδρότητος ήθελεν, ως φαίνεται, να εμπνεύση θάρρος εις εαυτόν. Έφθασε λοιπόν εις τον κήπον. Αλλά της καρδίας του οι παλμοί επετάθησαν τόσον, και κατέστησαν τόσον βίαιοι, ώστε εκινδύνευσε να λιποθυμήση.

Μη νυν φθονούση τήδε δουλεύσης έτι· και παρθένειον ην σ' επαμπίσχει στολήν, χλωρά γαρ έστι και σαθρά, μόνοι δε νιν μωροί φορούσιν, ως τάχιστ’ έκδυέ συ. Δέσποιν' εμή πέφηνε, καρδίας εμής τα φίλταθ'· ως τόδ' ώφελε ξυνειδέναι. Φωνεί τι, φωνεί, κουδέν είφ' όμως. Τι μην; Όσσων με σαίνει φθέγμ', εγώ δ' αμείψομαι.

Αλλά το βέβαιον είναι ότι, αν αμφότεροι δεν είχαν καρδίας εναρέτους και ευγενείς, και υπό αληθούς φιλοπατρίας φλογιζομένας, ούτε ο Επαμεινώνδας ήθελε διακινδυνεύσει γενναίως υπέρ του Πελοπίδου, ούτε ο Πελοπίδας ήθελεν αναφανή φίλος σταθερός και ειλικρινής του μεγάλου Επαμεινώνδου.

Έτσι λέγοντας ο καλός Χόντζας, και διά να δείξη πως τα όσα έλεγε, τα έλεγεν εκ καρδίας, επλησίασεν εις την γυναίκα, και ηθέλησε να την αγκαλιάση· μα αυτή θυμωμένη τον άμπωσε λέγοντάς του· στάσου, τολμηρέ και αυθάδη, και παύσε που να μου μιλής με αυτόν τον τρόπον διατί αν μου δώσης όλον τον βίον της Αιγύπτου δεν ήθελα ανταποκριθή εις την παράνομόν σου ζήτησιν, και δεν ήθελα κάμει αυτό το άδικον του ανδρός μου.

Αλλά την παραμονήν του γάμου, το βράδυ, την ώραν που ενύχτωνενόταν είδε την επιμονήν των γονέων της, να μη θέλουν να της δώσουν αρκετήν προίκα, και είδε την απονιάν της μητρός τηςπαραφυλάξασα την ώραν οπότε η γραία εξήλθε προς στιγμήν από την οικίαν δι' έν θέλημα, κατέβη με παλμόν καρδίας κρυφά στο κατώγι· έψαξε και ανεύρε το κομπόδεμα, το σκυλοδεμένο, και το έλυσεν.

Πλην ουδέ όλαι αι χιόνες του Λιβάνου, του όρους της πατρίδος της, ηδύναντο να σβύσουν το πυρ της αγάπης, το οποίον έκαιεν εις το θυσιαστήριον της καρδίας της, και ταχεία ως ηχώ ήλθεν η λαμπρά απάντησις: — «Ναι, Κύριε· και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης»· Τότε εκείνη εθριάμβευσεν.

Είδα ολίγον, διά μιας μου γωνίας, ήτις προείχε του θυλακίου του νέου μου κατόχου, το φως του ηλίου, και θα ήκουα ίσως και το άσμα των πτηνών, άτινα εφλυάρουν εις τας λεύκας της οδού, αν δεν με ετάραττον οι βίαιοι παλμοί της καρδίας του κτήτορός μου.

Λέξη Της Ημέρας

χαίνω

Άλλοι Ψάχνουν