Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Διότι εκεί οπού ανέμενεν αγρυπνών μια δυο βραδειαίς ο ιερεύς είδε μετά λύπης του τον Φραγκούλαν, ένα ακτένιστον και ξυπόλυτον καλόγηρον, ο οποίος σύρων τα ράκη του εις τα βουνά εμβήκε και εις τον Άγι-Αντώνην και αφού εσυγύρισε πανταχού τον ναΐσκον, έμπηξε φρέσκα λουλούδια εις τας αγίας εικόνας, άναψε τα κανδηλάκια του, και άρχισεν έπειτα να κάνη μετάνοιες.
— Θα δέου πάδι το «τιθ εθτίν ούτοθ ο βαθιδεύθ τηθ δόκθηθ»; Και ανεστέναξε βαθέως. Ο γέρων Οικονόμος εκλαβών τούτο ως παράπονον του παθήματός του δεν ωμίλησεν. Ήναψε το κανδήλιόν του, προανήγγειλεν εις αυτόν ότι θα του στείλη ζωμόν, κ' εστράφη ν' απέλθη. — Παπά! Παπά! εφώνησεν ο μπάρμπα Κώστας. — Θέλεις τίποτε; εβόησεν ισχυρώς ο ιερεύς, ως πράττομεν όταν απευθυνώμεθα προς ασθενούντα ως προς κωφόν.
Πριν συμπληρώση την πρώτην ευχήν, ο Φαναριώτης ενόησε καλά, κ' επεμβήκε. — Δεν είχομεν ανομβρίαν, δόξα τω Θεώ, φέτος, Παπά μου, έκαμε τόσες βροχές. Λάθος έκαμες. Ευρέ την ακολουθίαν του γάμου. Ο ιερεύς έστρεψεν ολίγα φύλλα του βιβλίου, εδίστασεν. έβηξε και πάλιν ήρχισε να μορμουρίζη με ταπεινοτέραν ακόμη φωνήν. Ανεγίνωσκεν αυτήν την φοράν την Ακολουθίαν εις ψυχορραγούντας.
Κατά τον χρόνον του ιερατικού μου σταδίου δεν ετέλεσα γάμον, ουδέ προσήνεγκον σπονδάς υπέρ νεονύμφων. Έθυσα θυσίας άλλας βιωτικάς και νεκρωσίμους, αλλ' υμέναιον ουδένα ετέλεσα. Και ήδη είνε καιρός να σπείσω την σπονδήν ταύτην. Ειξεύρεις, ω κόρη, ότι είμαι ιερεύς; — Ιερεύς; επανέλαβεν η Αϊμά. — Ναι, ιερεύς των θεών. Εγώ αυτός θα τελέσω τον γάμον σου μετά του Μάχτου.
— Κύριε ελέησον, επανέλαβεν η παππαδιά, μη ευρίσκουσα άλλας λέξεις προς έκφρασιν της αδημονίας της, και στρέφουσα τα ανήσυχα βλέμματα προς τον καναπέν. Ο ιερεύς ήκουσε τα πάντα, αλλά τα ήκουσεν ως εις όνειρον. Το άνοιγμα της θύρας διέκοψε τον ύπνον του, αλλ' αι αισθήσεις του έμενον εισέτι εις νάρκωσιν, αι δε ιδέαι συνωθούντο συγκεχυμέναι και άνευ σειράς εντός της κεφαλής του.
Η ζωή της Σμάλτως αύτη έπαυσεν αίφνης διά μιας όταν υπανδρεύθη. Ο ιερεύς όστις εστάθη προ αυτής ίνα ευλογήση τους γάμους της, έμεινε πλέον καθηλωμένος εφ' όρου ζωής εκεί, ως τοίχος ακλόνητος και της απέκλεισε το παρελθόν. Η κληματόβεργα, καταλλήλως μετασχηματισθείσα εις στέφανον νυμφικόν, έκαμε κ' επί της νεαράς βλαχοπούλας το θαύμα της όπως καθ' ημέραν και εις τόσας άλλας.
Ο Φαναριώτης έμεινε σύννους, είτα είπε: — Πώς τον Δίγαμον;.. Η νύφη είνε παρθένος, κ' έρχεται εις πρώτον γάμον. Τον αρραβώνα θα διαβάσης και το στεφάνωμα. — Δεν ξέρω τι γίνεται στο Φανάρι. Τον Δίγαμον θα διαβάσω, επέμενεν ο ιερεύς. Ο γραμματεύς του Παπά υπεχώρησεν. — Ας είνε. — Διάβασε τον Δίγαμον. Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν και ήρχισεν. Αντήλλαξε τα δακτυλίδια.
Και εχαιρέτα ο ιερεύς τους χωρικούς. «— Καλή 'μέρα, Κυρ Γιάννη. — Ώρα καλή, κυρά Θάναινα. — Η ευχή σου, παππά μου.» Προφανώς είχον πάντες διάθεσιν δι' εκτενεστέραν συνδιάλεξιν, αλλ' ο παππάς εβιάζετο.
Εις τον ναΐσκον της Κεχρεάς, παλαιόν διαλυμένον μονύδριον, προσηρτημένον ως μετόχιον εις το κοινόβιον του Ευαγγελισμού, σπανίως ήρχετο ιερεύς να λειτουργήση, και, εάν ήρχετο, οι εντός του ρεύματος διαιτώμενοι και ως ποταμαία καβούρια στραβοπατούντες, ο Αγάλλος, η Αφέντρα, και τα δύο τέκνα των, δυσκόλως θα έπαιρναν είδησιν ν' ανέλθωσι διά ν' ακούσωσι την λειτουργίαν.
Ενταύθα, αναγνώστα μου, ηδυνάμην, αν ήθελον, να δανεισθώ παρά του αββά Κάστη, του πανοσιωτάτου Πούλκη, του αιδεσιμωτάτου Ραβελαί ή άλλου σεμνού ιερέως ολίγην αισχρολογίαν, ίνα δι' αυτής λιπάνω οπωσούν την διήγησίν μου, ήτις κινδυνεύει να καταντήση ξηρά ως η συκή του Ευαγγελίου· αλλ' ούτε θεολόγος ούτε ιερεύς ουδέ καν διάκονος ων ακόμη αμφιβάλλω αν έχω δικαίωμα να ρυπάνω τας χείρας μου και τας ακοάς σου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν