United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εδώ, εις τας Αθήνας, είνε αυτοί πολύ ολιγώτεροι, ή μάλλον είνε πολύ ολίγοι. Ιδού η μόνη διαφορά. — Α! εφώνησα ευχερώς θριαμβεύων. Είμεθα σύμφωνοι. Αλλά διατί τόσον ολίγοι; Τόσον άρα γε εξηπλώθη και εις τον τόπον αυτόν το εκπολιτιστικόν κράτος του συρμού, ώστε να μη τολμώμεν πλέον και να διασκεδάσωμεν παρά τους κανόνας και τας απαιτήσεις του;

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ο πλέον ύποπτος ιδού, κι' άν ένοχος δεν ήμαι. Αλλά μου καταμαρτυρούν η ώρα και ο τόπος, κ' επάνω μου του φονικού την υποψίαν στρέφουν. Εγώ, αθώος κ' ένοχος, ιδού εμπρός σου στέκω, να 'πώ την καταδίκην μου και την αθώωσίν μου. ΠΡΙΓΚΗΨ Ειπέ μου γρήγορα λοιπόν εκείνο που γνωρίζεις. Η Ιουλιέτα σύζυγον τον είχε τον Ρωμαίον, αυτόν που βλέπετε νεκρόν.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ήσουν βοσκός και με μισθόν; Έτσι δεν είναι; ΑΓΓΕΛΟΣ Ιδού όμως όπου σ’ έσωσα κι εσένα τότε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και πώς μ’ ευρήκες; Σε κακά περιπλεγμένον; ΑΓΓΕΛΟΣ Τα τρυπημένα πόδια σου το μαρτυρούνε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονο! Τι μου ιστορείς παλιά δεινά μου! ΑΓΓΕΛΟΣ Τα σχοινοπερασμένα σού έλυσα πόδια. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω! Τι ντροπή απ’ τα σπάργανα ακόμη επήρα! ΑΓΓΕΛΟΣ Αυτή σου η τύχη σού ’δωκε τ’ όνομα που ’χεις.

Έφθασε λοιπόν το πλοιάριον και μόλις άραξεν ολίγον ξέμακρα από το δένδρον μου, ιδού και βλέπω να βγαίνουν έξω δέκα σκλάβοι, ένας γηραλέος, που εφαίνετο ο αυθέντης αυτών και ένας νέος έως χρονών δέκα πέντε· οι σκλάβοι έφερναν διάφορα αγγεία με φαγητά και πιοτά ως εφαίνετο και ένας εβαστούσεν ένα τσαπί και φτυάρι· επροχώρησαν προς το εσωτερικόν του νησιού και όταν έφθασαν εις μίαν πεδιάδα, είδα που ένας έσκαψεν ολίγον και άλλος έβγαζε το χώμα με το φτυάρι· έπειτα εσήκωσαν ωσάν μίαν σχάραν και εμβήκαν όλοι μέσα· τότε εσυμπέρανα ότι εκεί ήτον κανένα υπόγειον.

Οπόταν δε με είδε να παρουσιασθώ έμπροσθέν της μου είπεν· Αμπουλβάρη ιδού που ετελείωσεν η διορία που σου έδωσα· είσαι πλέον στερεός εις την γνώμην σου, ή την μετέβαλες καθώς επιθυμώ; Αχ κυρά μου της απεκρίθηκα· εσύ μου είσαι η ακριβώτερη από όλα τα πράγματα του κόσμου και εκραζόμουν ευτυχισμένος εις το να σε αποκτήσω, ανίσως και ήθελα έχει την αδυναμίαν και την αχρειότητα εις το να καταπατήσω την τιμήν μου, διά να παραιτήσω την θρησκείαν του Προφήτου.

Χάνονται υπό το καταπράσινον κύμα, και πάλιν ιδού αναφαίνονται παρά το πλευρόν της σκούνας, η οποία ως διά μαγνήτου τα προσελκύει κοντά της, τα σύρει μαζύ της. Τώρα είνε πίσω. Τώρα ήλθαντην μέση. Ένα κοπαδάκι, δύο κοπαδάκια, τρία κοπαδάκια. Μικρά-μικρά. Με κοιλίαν άσπρην, με ματάκια μαύρα, ως γυαλιστερές χανδρίτσες.

Όσο μπορείτε πιο γλίγωρα αποκρύψατε σε κάποιο μέρος μακριά ή και σκοτώστε με στο πέλαο ρίχτε, να μη σας είναι δυνατό πια να με ιδήτε. Δεχθήτε να μ’ εγγίσετε τον άθλιο εμένα. Πεισθήτε° μη δειλιάζετε. Ω συμφορά μου! Άλλος κανείς πάρεξ εγώ δεν θα υποφέρη. ΧΟΡΟΣ Ιδού προς τούτο έφθασεν ο Κρέων, που μόνος απόμεινε στο πόδι σου της χώρας φύλαξ, για να σκεφθή και να τελέση, όσα νομίζεις.

Η γραία ιδού πιστεύσασα και αύτη την ψευδή διάδοσίν της εσταμάτησεν έξω εις καθαρόν άνευ χλόης μέρος και προσεπάθει να ίδη πόσον μέγας ήτο ο όφις του μύθου της, όστις πραγματικώς τώρα ενεφανίζετο, ότε βλέπει εξερχόμενον εκ των θάμνων παίδα τινα, βοσκόν αγροίκον, όστις νύκτα-νύκτα είχε χωθή εκεί να δρέψη αγριαμπελιάν.

Και άμ' άκουσ' ότι εκτύπησαντο μέγαρον εκείνον η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς το μέσ' είπε των δούλων• «Όμοια και σένα ο τοξευτής ο Φοίβος να κτυπήση». κ' ευθύς τότε η κελλάρισσα της είπεν, η Ευρυνόμη• 495 «Αν πιάσουν η κατάραις μας, τότ' απ' αυτούς κανένας να ίδη την καλόθρονην Ηώ δεν θα προφθάση». και η Πηνελόπη η φρόνιμηεκείνην αποκρίθη• «Όλ' είν' εχθροί, μητέρα μου, αφού κακό μας θέλουν• αλλ' είν' ο Αντίνοος μάλιστα ταίρι του μαύρου χάρου• 500το δώμα ξένος δύστυχος, όπως τον βιάζ' η χρεία, γυρίζει και ψωμοζητεί, κ' ιδού του δώσαν όλοι οι άλλοι και τον φόρτωσαν με δώρα• εκείνος μόνος με το σκαμνί τον κτύπησετου ώμου δεξιού την άκρη».

Ιδού δε τι λέγουσι και ιδού τι πράττουσι, κατά μίμησιν των Ελλήνων, προς τιμήν του Περσέως· τελούσιν αγώνα γυμνικόν, υπερβαίνοντα όλους τους άλλους αγώνας, εις ον οι νικηταί λαμβάνουσι κτήνη, χλαίνας και δέρματα.