Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Για ιδές μαλλιά κατεβατά, ξανθιά σαν το μετάξι, Που κρέμονται 'ς τους πλάτες της και πέφτουν ως το χώμα Σαν καταρράχτης, σαν νερό χρυσό μαλαματένιο. Για ιδές καθάριο μέτωπο και λαμπερό, σαν ήλιος Του Μάρτη, του Μαγιάπριλου, που κρούει 'ςτο κορφοβούνι. Για ιδές μεγάλα, γαλανά και λυγωμένα μάτια, Μάτια γλυκά, μάτια κρυφά, μάτια γιομάτα λάμψη, Λες κ' είνε τόνα ο Αυγερινός και τ' άλλ' ο Αποσπερίτης.
Υπομονή, στα βάσανα οπού τραβάει η καρδιά μου, Ίδες να έχη κι' άλλη μια, να ζήσης, Έρωτά μου; Φθοροποιόν και άσπλαχνον ο κόσμος σ' ονομάζουν, Ως και οι ίδιοι σκλάβοι σου σκληρότατο σε κράζουν. Ρώτα και την καρδούλα μου την παραφλογισμένη, Πώς στην πληγή της χαίρεται πολύ ευχαριστημένη. Όσο τα βάσανα σ' αυτή, τους πόνους αβγατίζεις, Τόσο και πλιότερη ηδονή στα φύλλα της χαρίζεις.
Το δροσερό γλυκάνισο κιόσκια ανθηρά έχει πλέξει· νιογέννητοι έρωτες δειλά τριγύρω φτερουγίζουν, σαν ταηδονάκια τα μικρά, που αρχίζουν να πετάνε και δοκιμάζουν τα φτερά κλωνάρι σε κλωνάρι. Για ιδές χρυσάφια κ' έβενους κι αϊτούς ελεφαντένιους που φέρνουν στις φτερούγες των τον κεραστή του Δία· για ιδές κι απάνω τι χαλιά πιο μαλακά απ' τον ύπνο.
Η θεια-Συνοδιά ήτις έμεινεν επί τινας στιγμάς κυττάζουσα προς το ανατολικόν μέρος, τον διέκοψεν αποτόμως· — Για ιδές, του λέγει, τ' είν' εκεί; Του έδειχνε τον θόλον του ναΐσκου της Παναγίας της Κεχρεάς, όστις υπερείχε των τοίχων του ναού και του μονυδρίου, και είχεν αρχίσει να φαίνεται ήδη όπισθεν των δένδρων, τη βοηθεία λάμψεως τίνος επιφανείσης αίφνης.
Έτσι το κάνουν κι' οι θεοί• για ιδές ταγάλματά τους στα χέρια• σαν ευχόμεθα να δώσουν ταγαθά τους, στέκουν, κι' ανάποδα κρατούν τα χέρια τους αείποτε, όχι να δώσουνε κι' αυτοί, αλλά ν' αρπάξουν τίποτε. Α' ΑΝΗΡ Ευλογημένε άνθρωπε! παραίτησε με τώρα να προετοιμασθώ κ' εγώ• και μη μου τρως την ώρα, να συμμαζέψω τούτα εδώ. . . Πού τώχω το λουρί; Β' ΑΝΗΡ Με τα σωστά σου θα τα πας;
Για ιδές καιρό που εδιάλεξεν ο χάρος να με πάρει Τώρα π' ανθίζουν τα κλαριά, που βγάζ' η γη χορτάρι!
— Όλοι, όλοι; είπε ο Δημητράκης σα να ρωτούσε τον εαυτό του μπορεί. Μα και σε κείνον έφταιξε η εποχή του. Όμως φάνηκε ανώτερος. Σα δεν την εύρισκε τη δόξα στη ζωή, πήγε και την αγκάλιασε στο θάνατο. Για ιδές τον πώς τη σέρνει πίσω από τ' άλογό του. Απ' τις πλεξίδες τη σέρνει, απ' τις πλεξίδες! Θα το ιδούμε τάχα στις μέρες μας κ' εμείς τέτοιο θέαμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν