United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τούτοις είναι δίκαιον να έχωμεν και ημείς την κατά θάλασσαν υπεροχήν όπως αυτοί έχουν την κατά ξηράν. Κατά την ευψυχίαν βεβαίως δεν είμεθα κατώτεροι τούτων· ένεκα δε της πλειωτέρας εμπειρίας την οποίαν έχομεν εκάτεροι, είμεθα εκάτεροι πλέον τολμηροί.

Αυτός ο αιφνίδιος μισευμός τους εβεβαίωσε τον Κατή πως αδίκως με εφυλάκωσε, και ευθύς έδωσε θέλημα και με ηλευθέρωσαν από την φυλακήν. Και ιδού ποίον εστάθη το τέλος της συντροφιάς μου, πού είχα κάμει με εκείνους τους κακούς τζοβαϊρτζήδες. Ελευθερωμένος από την θάλασσαν και από την φυλακήν, έκανε χρεία να λογισθώ ωσάν ένας άνθρωπος χαμένος, χωρίς άσπρα, χωρίς φίλους, και χωρίς εμπιστοσύνην.

Εις όλα ταύτα ήσο παρών, φίλε, και όλα σχεδόν δεν τα έβλεπες. Η καρδία σου, η φαντασία σου, οι οφθαλμοί σου ήσαν προσκεκολλημένα εις εκείνην, ήτις εφόρει τότε λινομέταξην θερινήν εσθήτα κ' εσκιάζετο από το κόκκινον παρασόλι. Μόνον οι αλαλαγμοί του πλήθους σε απέσπασαν από της βυθίας θεωρίας σου, όταν το πλοίον είχε πέσει εις την θάλασσαν και ο πλοίαρχος έγινεν υποβρύχιος κατόπιν αυτού.

ΤΡΟΦΟΣ Μπορώ να σ' αφήσω να πεθάνης, αφού παραλογίζεσαι; ΕΡΜΙΟΝΗ Αλλοίμονον! Τι τύχη είναι αυτή; Πού να εύρω φωτιάν να πέσω; Πού να εύρω ένα βράχον κοντά εις την θάλασσαν; Ή επάνω εις τα βουνά μέσα σε δάσος να πεθάνω και να κατεβώ εις τον κάτω κόσμον; ΤΡΟΦΟΣ Γιατί να βασανίζεσαι έτσι; Την δυστυχίαν την στέλλουν οι θεοί εις τους ανθρώπους, άλλοτε εις τον ένα, άλλοτε εις τον άλλον.

Κάτω έβλεπες την λευκήν πολίχνη ης οι οικίσκοι, μια τούφα συμμαζευτοί, ωμοίαζον προς νύμφας με τα λευκά κολοβόλια των, νύμφας θεωρούσας την θάλασσαν. Εξήρχοντο ήδη συντροφίαι φαιδραί διά την πρωτομαγιάν, ων η γελόεσσα ιαχή εξεχύνετο προς όλας τας διευθύνσεις κ' εχάνετο είτα μέσα εις τους θάμνους και τους κήπους και τους αγρούς. Δεξιά επρασίνιζον οι αμπελώνες.

Σε ηρώτησεν ο πατέρας μου, και είπες ότι είχες πάγει διά ψάρευμα. — Ναι. — Εγώ όμως σε είχα ιδεί που υπήγες, εις την ξηράν και όχι εις την θάλασσαν. — Λέγεις; — Και δεν ηθέλησα να πω τίποτε, διότι δεν μ' έμελε και τόσον. — Ας είνε. — Κατάλαβα όμως ότι δεν λέγεις όλαις ταις φοραίς την αλήθειαν. — Και αυτό γίνεται. — Τώρα θα σ' ερωτήσω κάτι άλλο. — Λέγε.

Επί της ακτής ως μαύρα σημεία διεκρίνοντο λέμβοι τινές αγκυροβολημέναι και πορρωτέρω άλλα τινά πλοιάρια. Πλοίον εκ των μεγαλειτέρων ουδέν εφαίνετο, διότι το μέρος του λιμένος εκείνο, εν ώ συνήθως προσορμίζονται τα μεγαλείτερα πλοία, απεκρύπτετο υπό τινος γλώσσης της ξηράς, προς την θάλασσαν εξερχομένης και διαιρούσης ούτω τον λιμένα εις δύο άνισα μέρη.

Η δυστυχής Κυρατσούλα, ακούσασα πρώτον τους ψιθυρισμούς — «βούλιαξαν καράβια» της είπον κατ' αρχάς, έπειτα άλλος τις επρόσθεσεν, «εις την Μαύρην θάλασσαν» — ήρχισε πάραυτα να αισθάνεται θλίψιν μυστικήν ως πόνον εις την καρδίαν. Τέλος όμως το έμαθε καθαρά. Έπεσε λιπόθυμος. Η γραία μήτηρ έβαλε φωνάς.

Παραμονή των Χριστουγέννων τάχα. Σαράντα ημέρας οι άνθρωποι ενήστευον. Η καλύβη, η χρησιμεύουσα ως κρεοπωλείον, είχε καταληφθή υπό τινος ναυπηγού, όστις υπ' αυτήν εσκάρωσε πλοιάριον. Την παραμονήν το έρριψεν εις την θάλασσαν μ' ευχάς κ' ευλογίας, και ο κρεοπώλης κατέλαβε πάλιν την καλύβην, ακολουθούμενος από χοίρους, τράγους και αμνούς, όλα προς σφαγήν διά τα Χριστούγεννα.

Επετύχατε ήδη κατά θάλασσαν νίκας τινάς και βεβαίως θα επιτύχετε και άλλην σήμερον. Ο νικώμενος εις το πεδίον, όπου ενόμιζε τον εαυτόν του ανίκητον, χάνει την καλήν ιδέαν, πού είχε διά τον εαυτόν του. Όταν δε μίαν φοράν ταπεινωθή η μεγαλαυχία, επέρχεται η αποθάρρυνσις, πού παραλύει τας δυνάμεις. Τούτο έπαθαν σήμερον οι Αθηναίοι.