United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι κνήμαι του ημιβυθισμέναι εις την θάλασσαν, κρύαν εν τη νυκτί. Φάντασμα, λευκαίνον τα φανταστικά ιμάτιά του. Μάγισσα, μαγεύουσα τα εύμορφα ναυτόπουλα. Με την μίαν χείρα κρατεί κάμακα και προσπαθεί να καμακίση εις το βάθος του σειομένου, του προξενούντος ίλιγγον πυθμένος, πράγμα τι, το οποίον βλέπει και πάλιν δεν βλέπει.

Ω, πόση Νύκτα εμαζώχθη αυτούθε Και φόβος, όπου πέφτοντας Εμβαίνω· σπήλαιον είνε Ή χάσμα του άδου; Ελύθησαν οι άνεμοι· Σφοδροί, σφοδροί εδώ μέσα Ως φουσκωμένα, χύνονται Ποτάμια από πολλά Χειμέρια νέφη. 'Σ τον θόρυβον σηκόνονται, Φωναί συχναί και ασήμαντοι, Ως μακράν εις την θάλασσαν Στεναγμοί πνιγομένων Μυρίων ανθρώπων.

Νομίζω δε ότι δύναμαι να πράξω ταύτα μετά σου συνεννοούμενος. Εάν λοιπόν σου αρέση τι εκ τούτων, πέμπε προς την θάλασσαν άνδρα πιστόν, διά του οποίου να ανταποκρινώμεθα του λοιπού». Ταύτα έγραφεν η επιστολή.

Ουχ ήττον όμως και μέσα εις την θάλασσαν και εις τας ασθενείας, είναι άφοβος όστις είναι ανδρείος, όχι όμως καθ' όμοιον τρόπον με τους θαλασσινούς. Διότι οι μεν ανδρείοι είναι άφοβοι, αν και δεν έχουν ελπίδα διά την διάσωσίν των και αποτροπιάζονται τον τοιούτον θάνατον, ενώ οι θαλασσινοί έχουν ελπίδας, διότι είναι συνηθισμένοι.

Θέλεις να ήτο φθόνος, θέλεις να ήτο τυχηρόν, τρεις μήνας μετά τον γάμον διήλθεν εκ της νήσου το ωραίον εκ Γαλαξειδίου βρίκιον ο «Αρχάγγελος». Εχρειάζετο ένα ναύτην. — Όσω και να καθήσω, είπεν ο Νικολάκης, πάλιν θα μπαρκάρω. Δεν είνε άσχημα να πάω με το Γαλαξειδιώτικο. Έχω καλή πάγα. Απεχαιρέτισε κλαίων την κλαίουσαν Κυρατσούλαν και ανεχώρησεν ο ναύτης εις την Μαύρην θάλασσαν.

Αφού ο Νεκώς διέκοψε την διώρυχα, έστρεψε την προσοχήν του προς τας πολεμικάς επιχειρήσεις και κατεσκεύασε τριήρεις, άλλας μεν εις την βόρειον θάλασσαν άλλας δε εις τον Αράβιον κόλπον εις την Ερυθράν θάλασσαν, των οποίων τα νεώρια φαίνονται ακόμη.

Μόνον το μέγα της Γερακούλας κτήμα εξετείνετο κάτω εις το ρεύμα, και έν άλλο πλησίον, της γειτονίσσης της, καί τινα ακόμη προς την θάλασσαν κατά τας δυτικάς ακτάς της νήσου.

Και αφού επί ώραν εθεώρει, αλλόφρων, άλλοτε τον ουρανόν, και άλλοτε την θάλασσαν, εισήλθε πάλιν εις τον ναΐσκον, ένθα είχεν αρχίσει η ιερά λειτουργία. Κατ' ευθείαν προχωρεί προς το άγιον βήμα και προκύπτει προς τα ένδον, ίνα ερωτήση τον Γέροντα περί της λέμβου.

Κ' εξαγαγών τον γιωργούλην του επέσειεν αυτόν εις τον αέρα ως σημαίαν κινδύνου λησμονών ότι ήτο νυξ και δεν θα διεκρίνετο. — Αν ήξευρα να κολυμβώ! Εδοκίμασε να πατήση εις την θάλασσαν, αλλά πάραυτα απεσύρθη, καταπλαγείς από το βάθος φρικιών. Εκουκουλώθη εκεί υπό τινα σπηλαιώδη βράχον, ριγών, πάσχων, ως θνήσκουσα φώκη.

Οι ναύται, οι ναυπηγοί και πολλοί των θεατών, ως σταφυλαί εις κλήμα, ως μολυβήθραι επί σαγήνης αλιευτικής επιάσθησαν από το παλάγκον και ήρχισαν να σύρωσι τον χονδρόν κάλων νεύοντες όλοι προς την θάλασσαν, επαναλαμβάνοντες εν ρυθμώ το κέλευσμα: «Ε! γιάσα λέσσα!