Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025


Κύριε, τω είπεν ο Βινίκιος, ύπαγε προς το μέρος των Αλβανών ορέων, θα σε επανεύρωμεν εκεί και θα σε οδηγήσωμεν εις το Άντιον, όπου μένει το πλοίον με το οποίον θα υπάγωμεν εις Νεάπολιν, και έπειτα εις την Σικελίαν. Οι άλλοι επίεζον τον Απόστολον να δεχθή. Πολλάκις ήδη ο αλιεύς του Κυρίου είχεν εν τη ερημία ανατείνει τους βραχίονας προς τον ουρανόν λέγων: «Κύριε! τι πρέπει να κάμω

Ο ύπνος τ' αλαφρά του φτερά κρυφοχτυπάει, μ' αφανισμένα χέρια τα βλέφαρα ζιουπάει. Στη μέση από το δρόμο η νύχτα περπατάει, σε βάθος ησυχίας, και σιωπή πατάει. Καθόλου δε γροικιέται φωνή ουδέ καμμιά, τα πάντα ησυχάζουν, μεγάλη ερημιά. Κρυφά κι' αργός διαβαίνει αδιάκοπ' ο καιρός και μου τον συνοδεύει ονείρων ο χορός.

Αυτά όλα τα μάζευα τότες και τάκρυβα στην καρδιά μου, να τ' ανιστορώ και να τα νοιώθω τώρα που μήτε κείνη πηγαίνει πια στην εκκλησιά, μήτε γω έχω τη δύναμη που μαζεύει λουλούδια της νιότης για την ερημιά που τη λένε γεράματα.

Ο Τρέκλας εκράτει τον εχθρόν του σφιγκτώς από του λαιμού, και τον είχε καταβάλει ήδη και εγονυπέτει επί του στήθους του. Ηκούετο το ρογχώδες άσθμα του Σκούντα και οι απειλητικοί γρυσμοί του αντιπάλου αυτού. Πέριξ δε σκότος, σιγή και ερημία. Οι κλώνες των δένδρων εσείοντο υπό του ανέμου, ο ρύαξ κάτωθεν εμορμύριζεν εις την κοίτην του, και τα νέφη εξηκολούθουν σωρευόμενα άνωθεν εις τον αιθέρα.

Επειδή είταν ώμορφη, τίμια και νοικοκυρά, πολλοί πολλές φορές τη γύρεψαν να την πάρουν, αλλ' αυτή δε θέλησε ν' ακούση για δεύτερη παντρειά. Πρόσμενε πάντα και παρηγορούσε την ερημιά της, μ' ένα γράμμα, μοναχό γράμμα, που είχε στείλη ο Κώστας στους γονήδες του, άμα έφτασε στα Ξένα.

Κ' εμείς εκεί μέσα θαμμένοι, καταμόναχοι, μισοπαγωμένοι και θεονήστικοι, έλεγα πως είμαστε σε κανένα δάσος από εκείνα των παραμυθιών τα μαγεμένα, που έχουν δέντρα και πατουλιές, κρεβατωσές και καμάρες αεροΰφαντες· που άνθρωπος δεν διαβαίνει, και πουλί πετούμενο δεν λαλεί και θηρία δεν μονιάζουν παρά βασιλεύει ερημία και σκοτάδι κυβερνά και η παγωνιά καταλεί, αργά και άσφαλτα τους δύστυχους που επλάνεψεν η τύχη στ' ανήλιαστα μονοπάτια τους!

Ήσαν ορφαναί, και είχον ανατραφή εις άλλον τόπον, αν και κατήγοντο απ' αυτό το μέρος. Ευρέθησαν χωρίς προστάτην, και όταν επαρουσιάσθη διά την Σοφίαν ανέλπιστος γαμβρός, παραπάνω από εξήντα χρόνων, καλοκαμωμένος και ακμαίος, ο Μανώλης του Αγάλλου, αυτή τον επήρεν, αν και δεν τον ήθελε. Τι να κάμη; Φτώχεια, ορφάνια, ερημία.

Μια στιγμή που απαράτησεν ο γέρος το τιμόνι, μας άρπαξε το ρέμα στα κλωθογυρίσματά του, μας έσπρωξε απάνω στα Γερακούνια και η δόλια γολέτα άνοιξε σαν καρύδι. Και από τη θαμπή ερημία του νησιού, ανέβηκε για τελευταία φορά, πλέον άγρια κ' αιματοπήχτρα η φωνή της κουκουβάγιας, κραυγή νικητήριος συφοράς και δακρύων: — Κουκουβάου!... κουκουβάουβάου!...

Η ερημία θέλγει την ψυχήν και εξεγείρει αυτήν εις πίστιν και προσευχήν, εις αγάπην και συμπάθειαν, όσον αποδιώκει την ευλάβειαν και προσοχήν εν ταις εκκλησίαις των πόλεων ο θόρυβος και η τακτική ακαταστασία.

— .... Μ' έκανε να μου φαίνεται φαρμάκι η γλυκύτατη Πατρίδα, να μου φαίνεται ερημιά! Μέρα με την ημέρα όμως συνήθισα με την ιδέα του θανάτου σ'... — Άλας και ακάρφη στη γλωσσά τ'ς.... Ξανάειπε η Μήτραινα.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν