Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Ο γέρων επήδησεν ήδη εις τον οικίσκον του και ήρπασε το καρυοφύλλι από τον τοίχον μετά βίας, ωσεί επρόκειτο να υπερασπισθή κατά τινος εχθρού. Ανεμέτρησεν αυτό από κάτω έως επάνω και με τρεμούσας χείρας ανέσυρε την ράβδον κ' έρριψεν αυτήν εντός της κάννης μετά πάθους.

Ο Στελόγιωργας όμως που εγνώριζε κοιτίδα της οικογενείας του αυτό το ξερονήσι αν και είχε γεννηθή στη Νάξο, επήδησεν άξαφνα σαν να του εσούβλισαν τον πισινό. Αυτόν ηθέλησε να πειράξη ο Σαντορινιός με τα λόγια του. Αλλ' αυτός είχε συνήθεια να μη χαρίζεται σε κανένα. Ζεστό ήξευρε να το χτυπά τo σίδερο.

Μετ' ανυποκρίτου χαράς επήδησεν ο Ζακχαίος από τους κλώνους της συκομορέας, και έδειξε την οδόν εις την οικίαν του. Αλλ' οι γογγυσμοί του πλήθους υπήρξαν βαθείς και ομόθυμοι.

Αι φωναί αύται καταδιώκουσι θορυβωδώς τον Ιωάννην, οικειότεροι δέ τινες των παρισταμένων τρέχουσι και κατόπιν του μέχρι της θύρας. Αλλ' εκείνος εξήλθεν ήδη εις την οδόν, επήδησεν εντός της προστυχούσης αμάξης, κ' εφώνησεν εις τον αμαξηλάτην· — 'Σ το σπίτι! γρήγορα! Αλλά μόλις εκίνησεν η άμαξα και ο Περδίκης έγεινεν ηρεμώτερος.

Εις την εξηρεθισμένην αυτής διάνοιαν δύο σκέψεις ερριζοβόλουν αντίθετοι, χωρίς η μία τούτων να δύναται να υπερισχύση της άλλης. Ενώ ταυτοχρόνως η καρδία της έπαλλεν αδιάκοπα, παρακινούσα αυτήν εις τολμήματα και η ανυπομονησία εμεγαλύνετο εντός αυτής ακράτητος. Μέχρις ου η λυγερή, μη δυναμένη πλέον να κρατηθή, επήδησεν ορθία, περιφέρουσα βλέμμα ερευνητικόν άνω των ακανθών, περί την σκιάδα.

Η Φραγκογιαννού έμεινε με την χείρα τεταμένην. Την κατέλαβε φρίκη, τρόμος, ζάλη. Εντός δευτερολέπτου ήλθεν εις εαυτήν, και είδε τον φοβερόν κίνδυνον. Ακριβώς όπισθέν της ήτο έν μικρόν παράθυρον βλέπον προς βορράν, υπόσαθρον, νοτισμένον και κακοκλεισμένον. Ως να είχε τιναχθή από έκρηξιν, εστράφη μηχανικώς, άνοιξε το παράθυρον, κ' επήδησεν έξω.

Μα εγώ ήθελα να το κόψω σύρριζα. Για τούτο εκατέβηκα εκεί. Έκαμα τον σταυρό μου, εξάμωσα το τσεκούρι και γκοπ! του εκατάφερα την πρώτη. Εξύπνησεν Όφις. Και αρχίζει αμέσως ένας σίφουνας, ένας χτύπος, ένα κακό, λέγεις κ' εχύθηκαν όλα τα ρέματα επάνω μου. Το στεκάμενο νερό εχόχλασεν, εδάρθηκε κλωθογύριστο, σκότος επήδησεν από την άβυσσο κ' έχασα τα πάντα.

Έρριψε το ένδυμά του από επάνω του, έβγαλε τα υποδήματά του, επήδησεν εις την λίμνην και εκολύμβα με ισχυρά κολυμβήματα προς το ακάτιον. Ψυχρόν και βαθύ ήτο το διαυγές κυανοπράσινον παγερόν ύδωρ από τον Παγώνα των βουνών.

Να, πάρε, παιδί μου, αυτό, είπε μίαν ημέραν εις την εγγονήν του, και της έδωσεν ένα μεγάλο δέμα βαμβάκι· θα σου κάμη η μητέρα σου ό,τι χρειασθής με αυτό εις τον εργαλειό. Ξεύρεις και τι άλλο σου δίδω να πάρης μαζί σου; Σου χαρίζω το αγαπημένο σου γαϊδουράκι, διά να έρχεσαι συχνά, χωρίς κόπον να με βλέπης. Η Φωτεινή επήδησεν από χαράν.

Ευτυχώς δι' αυτόν οι εχθροί δεν απεφάσισαν να έλθωσιν έως την θύραν του ισογείου. Λείψανον φόβου υπήρχεν ακόμη, φαίνεται, εις το βάθος του παιδικού θράσους Το έκαμε ταχέως και επιτυχώς, και αφού έφθασεν εις το πάτωμα, αόρατος εις τον εχθρόν όπισθεν λειψάνου ξυλοτοίχου αποφασιστικώς επήδησεν από το άλλο μέρος, εντός του εδάφους της αυλής του γέρο-Παγούρη.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν