Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Ούτω διήρχοντο αι ημέραι και παρήρχετο ο καιρός, η δε κυρία μου σκέψις ήτο περί της μελλούσης εις Αγγλίαν αποδημίας. Τα όνειρά μου περί τούτο περιεστρέφοντο, και ήσαν όνειρα υπό πάσαν έποψιν χρυσά. Αλλ' εξαίφνης και ησυχία και εργασία και σχέδια και όνειρα, τα πάντα διά μιας ανετράπησαν. Κατά τας αρχάς Μαρτίου μίαν νύκτα εξύπνησα έντρομος. Είχα ακούσει τουφεκισμούς αλλεπαλλήλους εις τον ύπνον μου.

Κατέλαβαν δε οι Μιλήσιοι και το εν τη Μιλήτω οικοδομημένον υπό του Τισσαφέρνους φρούριον εξαίφνης επιπεσόντες, και εδίωξαν τους εν αυτώ φύλακας. Την πράξιν ταύτην επεδοκίμασαν οι σύμμαχοι και προ πάντων οι Συρακούσιοι· αλλ' ο Λίχας δεν ηυχαριστήθη.

Και τι να είπω; Άλλως δε ησθανόμην σφοδρώς την ανάγκην ύπνου. Επί τέλους απεκοιμήθην. Δεν γνωρίζω προ πόσης ώρας εκοιμώμην ότε, εξαίφνης, ησθάνθην επί του ώμου μου ψυχράν και βαρείαν χείρα σείουσάν με. Ήνοιξα έντρομος τους οφθαλμούς και ανεκάθισα επί της κλίνης. Ο Νίκος ίστατο ενώπιον μου με τον δάκτυλον επί των χειλέων. — Σιωπή, εψιθυρισε. Κάτι τρέχει εδώ. Άκουσε!

Χωρίς εντελώς να κοιμώμαι, ήρχιζον ήδη αι σκέψεις μου να λαμβάνωσιν ονείρων μορφήν, ότε εξαίφνης ακούω ήχον βαρύν σώματος πίπτοντος εντός της θαλάσσης και τρόμου συγχρόνως κραυγάς : ― Έπεσε εις την θάλασσαν ! Έπεσε εις την θάλασσαν! Ευρέθην διά μιας εις την πρύμνην. Η Ανδριάνα δεν ήτο εις την θέσιν της.

Οι δε Αθηναίοι, οι οποίοι ήσαν εις την Σηστόν με δεκαοκτώ πλοία, άμα οι φρυκτωροί έκαμαν σημεία εις αυτούς και είδαν συγχρόνως πολλά πυρά αναφθέντα εξαίφνης εις το εχθρικόν έδαφος, ενόησαν ότι οι Πελοποννήσιοι εισέπλεαν εις τον Ελλήσποντον.

Ενώ παρετήρουν το άλογον, χωρίς να φαίνεται άλλο σημείον ανθρώπων, που να κατοικούν εκεί εξαίφνης ήκουσα μίαν φωνήν ανθρώπου, που ομιλούσεν ωσάν από ένα υπόγειον σπήλαιον και μετ' ολίγον βλέπω και εφάνη εκείνος ο άνθρωπος, και έρχεται προς με, και με ερώτησε ποίος ήμουν· και εγώ του διηγήθηκα το ατύχημα που μου συνέβη.

Αλλά μη βλέποντες άνθρωπόν τινα, και όντες κουρασμένοι κατά πολλά, επειδή ο ήλιος εβασίλευε και επλησίαζεν η νύκτα, τρέμοντες από τον φόβον, και στοχαζόμενοι πού να φύγωμεν, ιδού βλέπομεν εξαίφνης και ανοίγει μία θύρα από ένα κατώγεον, και εβγαίνει έξω ένας γίγαντας μαύρος και φοβερός, όστις είχεν ένα μάτι μόνον στρογγυλόν εις το μέτωπον τόσον κόκκινον, που εφαίνετο ωσάν πέταλον καμμένον εις το καμίνι· τα εμπροσθινά του δόντια ήσαν έως μίαν πιθαμήν μεγάλα και σουβλερά, και έβγαιναν έξω από το στόμα, το οποίον στόμα του ήτον ωσάν το του αλόγου· το κάτω του χείλι εκρέματο έως εις το στήθος· τα αυτιά του ήσαν μεγάλα έως μίαν πήχυν, πλατιά και μαλλιαρά ωσάν του Ελέφαντος και του εσκέπαζαν τες πλάτες· τα νύχια του ήτο ωσάν του αετού και λεονταριού.

Και πάραυτα ως να ήτο σύνθημα το «πολύ καλά» τούτο, οι τρεις χωροφύλακες, καταβιβάσαντες τους οφθαλμούς των από την φοβεράν χαρτίνην εικόνα εξήγαγον εκ της οσφύος των μακρά και λεπτά σχοινία και επιπεσόντες κατά των μονοχών εξαίφνης περιέδεσαν αυτούς μετά πολλής ευκολίας, ενώ ο αρχηγός ίστατο με γυμνήν την σπάθην του προ της θύρας.

Επί τέλους ο δήμιος ετοιμάζεται, και λαμβάνει ανά χείρας τον πέλεκυν, η δε τρομερά στιγμή επίκειται, ότε εξαίφνης κραυγαί θορυβώδεις ακούονται, λέγουσαι — Ο Φιντίας! ο Φιντίας!

Ο Αριστείδης, μαθών παρά του Θεμιστοκλέους ότι το σχέδιον τούτο συνίστατο εις το να καύσωσιν εξαίφνης τους στόλους όλων των άλλων Ελληνίδων πόλεων, και ούτω να μείνωσιν οι Αθηναίοι θαλασσοκράτορες και κύριοι της Ελλάδος όλης, είπε προς τους Αθηναίους, ότι το σχέδιον φαίνεται μεν ωφελιμώτατον, αλλ' είναι αδικώτατον.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν