Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Έπειτα παίρνει το πρόσωπό της μιαν απελπισμένη έκφραση, σα να ήξερε καλά πως αυτός ο πόθος είναι κατιτί περσότερο παρότι μπορεί να ελπίζη ή να ποθή και το μέτωπό της κάνει μια βαθειά δίπλα ανάμεσα στα μάτια, σα να της προξενούσαν πόνο οι στοχασμοί της. Αιστάνεται πως πρέπει να διαλέξη ανάμεσα θανάτου και ζωής, τουλάχιστο στους πόθους της και δεν το μπορεί.
Είνε δε έτοιμος να ορκισθή ότι και του Κροίσου ο υιός έχει την ακοήν οξυτέραν από τον Μελάμποδα και ότι ο Φινεύς βλέπει καλλίτερα από τον Λυγγέα• αρκεί μόνον να ελπίζη ότι κάτι θα κερδίση από το ψεύδος. Εκείνος όμως ο οποίος απλώς επαινεί, δεν ψεύδεται, ούτε προσθέτει τίποτε το οποίον δεν υπάρχει, αλλά μεγαλοποιεί τα υπάρχοντα προτερήματα και τα αναδεικνύει ζωηρότερα.
Εις τα ώτα της Λιγείας και της Ακτής έφθασαν αι κραυγαί του παιδίου, το οποίον ήρχισε να κλαίη. Οι οφθαλμοί της Λιγείας ήσαν πλήρεις δακρύων. Έλαβε την Ακτήν από της χειρός. — Ας επιστρέψωμεν, είπε. Δεν πρέπει να ελπίζη τις ειμή μόνον απ' εκεί, οπόθεν δύναται να προέλθη η βοήθεια. Εισήλθον εις τον πρόδομον, τον οποίον δεν εγκατέλειψαν πλέον. Ανήσυχοι έτεινον το ους εις τον κρότον των βημάτων.
Νομίζω όμως ότι ούτε η μοίρα Κλωθώ θα ηδύνατο ν' ανακλώση τα γενόμενα, ούτε η Άτραπος να τα μετατρέψη. Του συγγραφέως λοιπόν το καθήκον είνε έν, να διηγηθή τα πράγματα ως έγιναν. Αλλά δεν δύναται να πράξη τούτο, όταν φοβήται τον Αρταξέρξην, του οποίου είνε ιατρός , ή ελπίζη να λάβη μανδύαν πορφυρούν και χρυσούν περιδέραιον και ίππον της Νίσης ως αμοιβήν των εις την ιστορίαν του επαίνων.
— Καλέ αφήστε τη να ελπίζη και να προσμένη, γιατί όχι; Μήπως τάχα δεν την άκουσε τότες ο Θεός τη φωνή της; Γιατί τάχα να μην είνε η Καλλίτσα, αφού μάλιστα είνε και Κρητικιά η γυναίκα του φίλου μου; — Νά το! Δε σου τόλεγα τόσα χρόνια; ξεφωνίζει αφίνοντας τον καφέ της χάμου η Κερά Φωτεινή. Η Καλλίτσα, η Καλλίτσα μου έρχεται! αναπετιέται και ξαναφωνάζει σαν τρελλαμένη.
Ήρθε ο δύστυχος στο μαγαζί του συλλογισμένος και πικραμμένος, απελπισμένος όμως όχι. — Αι, άλλα πέντε χρόνια δουλειά, είπε, και γίνεται. Κι άρχισε πάλι να δουλεύη και να ελπίζη.
Ως τόσον απέρασεν ένας χρόνος, που αυτός αγαπούσε χωρίς να έχη αιτίαν να ελπίζη, επειδή εκείνη που αγαπούσε δεν ήτον άλλο παρά μια φαντασία, και τότε άρχισε να καταλαμβάνη ότε εκείνο που είδεν ήτον μία βεβαία μαγεία· όθεν επιθύμησε να ταξειδεύση με ελπίδα, ότι με τούτο το μέσον ήθελαν του έβγει οι φαντασίες που είχεν εις το κεφάλι δι' αυτήν την υπόθεσιν.
Ο δε κόλαξ δύναται να είπη τον έπαινον τούτον και περί της καλύβης ενός χειροβοσκού και μόνον αν ελπίζη να λάβη τίποτε παρ' αυτού. Ούτω ο Κύναιθος ο κόλαξ Δημητρίου του Πολιορκητού, αφού εξήντλησεν όλας τας άλλας κολακείας, επήνει τον Δημήτριον ενοχλούμενον υπό βηχός ότι μελωδικώς έβηχεν.
Μπορούσε να ελπίζη πως ο σύζυγός της θα την έβλεπε με την αληθινή της όψη; θα την εδέχετο χωρίς καμμιά προκατάληψη; και θα επιθυμούσε να διαβάση εκείνος στην ψυχή της; Και όμως, πάλι, μπορούσε να προσποιηθή μπροστά στον άντρα της, εμπρός τον οποίον πάντοτε σαν κρύσταλλο ήτανε ανοικτή και ελεύθερη και εις στον οποίον ποτέ δεν έκρυψε κανένα αίσθημά της, ούτε μπορούσε ν' αποκρύψη; Και το ένα και το άλλο της έδινε φροντίδες και την έβαζε σε στενοχώρια· και πάντοτε γύριζαν η σκέψεις της πάλι προς τον Βέρθερο, ο οποίος ήτανε γι' αυτήν χαμένος, τον οποίον, δεν μπορούσε ν' αφήση στον εαυτό του και εις τον οποίον, αν την έχανε, δεν έμενε τίποτε πια.
Εάν ολίγα έχη να ελπίζη εκ της ευνοίας των ομοίων του, ολίγα έχει και να φοβήται εκ της δυσμενείας των και της αποστροφής των· αφού δεν έχει τίποτε να κερδίση κολακεύων ευτελώς, δεν έχει τίποτε να χάση επικρίνων δικαίως.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν