Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Επλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ο Φραγκούλης ίστατο εκεί παραπέρα από την θύραν της εκκλησίας, κ' έκαμνε πως έβλεπεν αλλού και πως επρόσεχεν είς τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων μεταξύ δύο ή τριών χωρικών. Η Σινιώρα εισήλθεν εις τον ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε κηρία και ησπάσθη τας εικόνας. Είτα μετά τινα ώραν εξήλθεν. Επλησίασε συνεσταλμένη κ' εχαιρέτησε τον σύζυγόν της.

Ο γέρος έπαρχος ήρθε βιαστικά έφιππος μόλις άκουσε την είδηση· εφίλησε τον ετοιμοθάνατο με τα πιο θερμά δάκρυα. Οι μεγαλύτεροί του γυοί ήρθαν αμέσως πεζή, εγονάτισαν μπρος στο κρεββάτι για να εκφράσουν τη μεγάλη λύπη τους, του εφίλησαν τα χέρια και το στόμα, και ο πιο μεγάλος, που πάντα περισσότερο τον αγαπούσε, εκόλλησε τα χείλια του έως ότου κείνος ξεψύχησε και τον έβγαλαν με τη βία.

Έκαμε δε αίσθησιν το πράγμα εις το μικρόν χωρίον, και είς αυτοσχέδιος ποιητής, ο Μιτζέλης Δήμου Μιτζέλα, εις ανάμνησιν των αρραβώνων εκόλλησε το εξής τετράστιχον: ..................................................... ..................................................... ..................................................... .....................................................

Γιατί δεν εφωτίζετο της Βέρας μου το δώμα; πώς της γλυκείας μου φωνής δεν ήκουε τους ήχους; ίσως κοιμάται, έλεγα, 'στο απαλό της στρώμα, κι' εκτύπων οι οδόντες μου εξ έρωτος και ψύχους. Και έψαλλαν και έψαλλαν τα χείλη μου τα κρύα, κι' εχάνοντο εις το κενόν οι φλογεροί μου πόθοι, ως ότου πια του τραγουδιού η τόση αρμονία εκόλλησε 'στο στόμα μου και απεκρυσταλλώθη.

Και αφού εκόλλησε τας χαρτίνας αγιογραφίας και ηλίαζε τας υγράς σανίδας, ήρχισε να ετοιμάζη και συλλογήν άλλην προσωπογραφιών της αυτοκρατορικής ρωσσικής οικογενείας.

Ο πατέρας του ήταν καλός καραβοκύρης στο νησί μας· αλλά κάποια Κοντοσκαλιώτισα του εσήκωσε τα μυαλά. Και αν ήταν τα μυαλά, μικρό το κακό· του εσήκωσε όμως και το ψωμί των παιδιών του. Άφησε τέσσερα κορίτσα, τη γυναίκα του και τον Μανωλιό μικρόν κ' εκόλλησε μαζί της. Ούτε γράμμα, ούτε λεφτά έστελνε σπίτι του. Πού να χόρταση ο ρούφουλας!

Όταν επρόσφερεν εις το μικρόν ζώον το στόμα της, αυτό εκόλλησε με τόσην χάριν εις τα γλυκά της χείλη, ωσάν να αισθάνετο την ευδαιμονίαν που απήλαυε. — Θα σας φιλήση και σας, είπε, και διεύθυνε το πτηνόν προς εμέ. Το ράμφος εφέρθη από το στόμα της εις το ιδικόν μου, και το τσίμπημά του ήτον ως πνοή, προαίσθησις ερασμίας αποφάνσεως.

Η γραία μήτηρ της μετά δυσαρεσκείας υπήκουσεν. Εις την εκκλησίαν δεν έμεινεν. Εκόλλησε το κηρίον και απήλθεν αμέσως. Τότε ηκούσθησαν και του ελθόντος ατμοπλοίου οι οξείς συριγμοί· και μετ' ολίγον εκεί εις την Εκκλησίαν, πάλιν εις τον κύκλον των γραιών πρώτον διεδόθη η φήμη ότι ο Νικολάκης ήλθε. — Ποιος; Ποιος; Επανελάμβανον δέκα συγχρόνως στόματα. — Νά, ήλθε, έλεγον αι γραίαι, ο Παπανικόλας.

Συχνά-πυκνά το χρώμα μου κιτρίνιζε σα θράψος, έπεφταν αναρίθμητες της κεφαλής μου οι τρίχες κ' εκόλλησε το δέρμα μου στα κόκκαλά μου απάνω. Και πού δεν πήγα η δύστυχη γυρεύοντας να γιάνω, και ποια γερόντισσ' άφησα που ξέρει να ξορκίζη; Τίποτα δε μ' αλάφραινε κ' έλειωνα με το χρόνο. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Κατ' αρχάς η γραία είχεν αντισταθή εις το μίασμα, έπειτα, με τον καιρόν, εκόλλησε και αυτή. Η Μελαγχρώ εφαντάζετο, έξαφνα, ότι ο αδελφός της θα της φέρη ένα πλούσιον, ευγενή άρχοντα από τας Αθήνας διά νυμφίον. Όταν έμαθεν ότι ο Τρικούπης ήτο άγαμος, πάραυτα συνέλαβε το όνειρον ότι ούτος θα ήρχετο να την ζητήση ως νύμφην· είτα η φιλοδοξία της έφθασε και μέχρι του Διαδόχου του Θρόνου.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν