Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
Πού άφησα τελευταία την διαταγήν μου δεν εξεύρω πλέον· τούτο όμως ηξεύρω, ότι ήσαν δύο ώραι μετά τα μεσάνυχτα όταν επλάγιασα, και ότι, αν ηδυνάμην να σου ομιλήσω αντί να σου γράψω, θα σε εκράτουν ίσως ως το πρωί. Τι έγινε κατά την εκ του χορού επάνοδόν μας, δεν διηγήθηκα ακόμη· και σήμερον όμως δεν έχω προς τούτο διάθεσιν. Ήτον η λαμπροτάτη ανατολή του ηλίου!
Μόνον εις το μέρος όπου ήμην εσχηματίζετο το λίκνον εκείνο του θαλασσίου νερού, μεταξύ σπηλαίων και βράχων. Το σχέδιον τούτο αν το εξετέλουν, θα ήτον μέγας κόπος, αληθής άθλος, θα εχρειάζετο δε και μίαν ώραν και πλέον. Ουδέ θα ήμην πλέον βέβαιος περί της ασφαλείας του κοπαδιού μου. Δεν υπήρχεν άλλη αίρεσις, ειμή να περιμένω. Θα εκράτουν την αναπνοήν μου.
Ο Βιτέλλιος, ο Φεναιός ο διερμηνεύς του, και ο Σιζένας ο αρχιτελώνης τα επεθεώρουν με το φως των λαμπάδων τας οποίας εκράτουν τρεις ευνούχοι. Και διεκρίνοντο εις το σκότος πράγματα ειδεχθή επινοηθέντα υπό των βαρβάρων: Ρόπαλα με καρφία γύρω, ακόντια και βέλη δηλητηριάζοντα τας πληγάς, λαβίδες παρόμοιαι με σιαγόνας κροκοδείλου.
Αλλ' όταν επάνω εις το βουνόν εσταμάτησα διά να ξεκουρασθώ, άφησα το δισάκκι, και όταν το ξαναπήρα, κατά λάθος τα χρήματα ήσαν εις το πίσω μέρος και εγώ εκράτουν σφιγκτά το εμπροσθινόν με τα ψωμιά. Ω! Τι έπαθα! — Και πού είνε τα χρήματα τώρα! κραυγάζει πάλιν ο αρχιληστής αγριώτερον, μη εννοών. — Θα τα πήραν αι Νεράιδες! επαναλαμβάνει ο Θανάσης.
Μετά δύο ημέρας, περί την δύσιν του ηλίου, ο Σαϊτονικολής επέστρεψε μετά του Μανώλη από τα λειβάδια. Και οι δύο εκράτουν επ' ώμου σκαπάνην ο δε Σαϊτονικολής, δεικνύων προς το υιόν του τα εκατέρωθεν της οδού λιόφυτα και περιβόλια, του έλεγεν εις ποίους ανήκον και ποίαν αξίαν είχον.
Λάβε την δάφνην ταύτην, και θάρρει». Και έγεινεν ευθύς άφαντος διά του ορόφου, όστις είχεν εκλίπει, και ο αιθήρ εφαίνετο αναπεπταμένος ύπερθεν. Ακολούθως διέβη ενώπιον του Πλήθωνος θίασος εννέα περικαλλών παρθένων. Εκράτουν βαρβίτους, κιθάρας και φόρμιγγας, δι' ων έμελπον τους ύμνους των θεών.
Την εσπέραν εκείνην, παραμονήν των Χριστουγέννων του έτους 185 . . . δύο παιδιά κατήρχοντο με ζωηρά βήματα το λιθόστρωτον και οι πόδες των, ασυνήθιστοι εις τα πέδιλα τα οποία είχον φορέσει ίσως εκτάκτως την εσπέραν εκείνην, έκαμναν μέγαν κρότον επί των πλακών του εδάφους. Αμφότεροι εκράτουν ελαφράς ράβδους. Ο είς εκράτει φανόν με την άλλην χείρα. Ήτο εβδόμη ώρα. Νυξ αστροφεγγής και ψυχρά.
Ο Χόμο κατέβη εις την κοίτην του χειμάρρου, και οι ολολυγμοί του ηκούοντο εισέτι, αλλά οι λίθοι ους έρριπτε κατ' αυτού ο Σκούντας τον εκράτουν εις απόστασιν. Αίφνης έγεινεν άφαντος. Ίσως ετράπη προς άλλην διεύθυνσιν, και έμελλε να αρχίση αλλαχόθεν νέαν έφοδον. Ο Σκούντας επανήλθε προς την Αϊμάν. Η νέα ήλγει και εκράτει την κνήμην με τας δύο χείρας. — Πονείς πολύ; είπεν ο Σκούντας. — Ω ναι.
Μας έσπρωξαν εντός αυτής οι ναύται, την μητέρα μου κ' εμέ, και η λέμβος απεμακρύνθη της ακτής. Ο πατήρ μου ερρίφθη εις την θάλασσαν και μας ηκολούθει κολυμβών. Αλλ' οι Τούρκοι ήσαν ήδη επί της παραλίας με τα ξίφη γυμνά, με τα όπλα απαστράπτοντα υπό το φως της σελήνης. Εκράτουν το φόρεμα της μητρός μου, ορθίας εντός της λέμβου, βωβός εκ του τρόμου, με τα βλέμματα προσηλωμένα προς τον πατέρα μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν