Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Για εμέ τον ίδιον αγαπώ να ζω, και άφησέ με• ευτυχισμένος είν κι' αυτός που για μεγάλα χαίρεται, ευτυχισμένος είν' κι' αυτός που τα μικρά του φθάνουν. ΧΟΡΟΣ Καλά τα είπες, αν μ' αυτά εκείνοι που αγαπώ εγώ θα τύχη από τα λόγια σου να βγουν ευτυχισμένοι•

Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα το ίδιο κάνει. Και τα έλεγεν αυτά ο άνθρωπος που έφαγε τη ζωή του στο καράβι· που ο πατέρας, ο πάππος, ο προπάππος όλοι ως τη ρίζα της γενεάς εξεψύχησαν απάνω στο παλαμάρι.

Αυτό το άλλο κανέν παρόμοιον το εννοείς ως αληθινόν, ή διά ποίον λόγον το είπες παρόμοιον; Θεαίτητος. Διόλου μάλιστα αληθινόν, αλλά απλώς όμοιον. Ξένος. Επομένως το αληθινόν δεν το εννοείς ως όντως ον; Θεαίτητος. Μάλιστα. Ξένος. Και λοιπόν; Το μη αληθινόν δεν είναι το αντίθετον του αληθινού; Θεαίτητος. Τι άλλο βεβαίως; Ξένος.

Έτσι άρχισα την κουβέντα μου με τον Παρμένοντα• «Βέβαια, Παρμένων, θα βούιζαν τ' αυτιά σας εκεί που ήσαστε, διότι πάντοτε σας εμελέτα κι' έκλαιε η κυρά μου, μάλιστα αν ήρχετο κανείς από τον πόλεμον και όταν εμαθαίναμε ότι εσκοτώθηκαν πολλοί, ετράβα τα μαλλιά της, εκτύπα τα στήθια της και ήτον απαρηγόρητη». ΠΑΝ. Εύγε, Δορκάς, ωραία τα είπες.

Μπροστά σου μ' έβγαλε μια μπόρα· στα βάλτα ο νους πού να το βάλη πως θ' άνθιζαν τα κρίνα τώρα; Με πήρες απ το χέρι αγάλι και μου είπες: έλα κάτι μένει· μια βρύση κάπου ήταν κρυμμένη και δρόσισες το μέτωπό μου. Ήτανε τάχα στο ακρογιάλι ή στην πλαγιά τη χιονισμένη; Δε μένει πια στο λογισμό μου παρά η θωριά σου φως λουσμένη.

Μου το είπες, αφέντη· μα λέει κι' αυτό: «Πατέρες μερίζουσιν οίκους και ύπαρξιν τέκνοις· παρά δε Κυρίου αρμόζεται ανδρί γυνή». Αν και δεν ήτο τόσον σοφός όσον ο Λογιώτατος, ήξευρε ρητά. — Θα σε αποκληρώσω. Παρήλθον ολίγαι ημέραι. Είχεν εμβή η Μεγάλη Σαρακοστή, επανήρχετο η άνοιξις, κι' ο Αγάλλος ητοιμάζετο να πλεύση διά την Προποντίδα και τον Βόσπορον, κ' εκείθεν διά τον Δούναβιν.

Καλώς σ' ηύρα, γυιόκα μ'. Τα είπα της Λ.... — Τι της είπες; — Τα όσα μούπες. — Δεν σου είπα να της πης τίποτε. — Κ' εγώ δεν της είπα τίποτε παραπάνω. Το πως αρωτούσες γι'αυτήν, και τον πειστικόν της, και πως τον καρτερεί δέκα χρόνια, πότε ν' άρθη. — Και τι άλλο θα της πης, γρηά Γηρακώ; — Το πως ο Αγάλλος είνε καλός απ' τους καλούς, πρώτο σόι.

Πήγαινε λοιπόν και προσπάθησε να την καταφέρης νάρθη να κοιμηθή μαζή μου. ΧΗΝ. θέλεις να της πω ότι όλα, αυτά που της διηγήθης ήσαν ψέμματα για να της δείξης ανδρείαν; ΛΕΟΝΤ. Όχι, δεν κάνει, Χηνίδα• είνε 'ντροπή. ΧΗΝ. Αλλοιώτικα δεν θα έλθη. Διάλεξε λοιπόν το έν από τα δύο, ή να σε πιστεύουν ως ήρωα και να σε μισούν, ή να κοιμηθής με την Υμνίδα και να ομολογήσης ότι είπες ψέμματα.

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Πριν μάθουμε, — ΚΡΕΟΥΣΑ Ποιά είδησι λοιπόν να μάθω πρέπει; Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Αν ίσως και ο άνδρας σου θα μοιρασθή μαζύ σου τη λύπη, ή μονάχα εσύ θα βγης δυστυχισμένη. ΧΟΡΟΣ Σε κείνον έδωκε παιδί, ω γέροντα, ο Λοξίας, κ' είνε μονάχος του ευτυχής χωρίς κι' αυτή να ήνε. ΚΡΕΟΥΣΑ Αυτά που είπες φθάνουνε να βαρειαναστενάζω για το μεγάλο το κακό.

Λέγε τώρα, τι θέλεις να πης; — Το είπα. — Τι είπες; — Αυτό οπού είπα ίσα ίσα. — Ήγουν; — Ότι, αν ήμουν εις την θέσιν σου... — Ε, και τι; — Θα τα είξευρα όλα. — Πιστεύεις; — Και δεν θα μου διέφευγε τίποτε. — Αλλά πώς θέλεις να το κατορθώσω εγώ αυτό; — Δεν ειξεύρω. — Τότε μη λέγης. — Διαφέρει, αν ήμουν εγώ. — Θα το κατώρθωνες; — Βέβαια. — Με ποίαν τέχνην; — Δεν ειξεύρω. — Αλλ' όμως;