Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Έχεις αυτιά του γαϊδουριού, της κουκουβάγιας μάτι, ή της χελώνας το καυκί και τζίτζικα λαρύγγι, κι' οπόταν θέλης ειμπορείς, βρε άνθρωπε σακάτη, να βγάλης από μέσα σου ιπποποτάμου ξύγκι; Μπορείς να πέσης 'στό νερό από 'ψηλά σαν γλάρος και το μακρύ το ράμφος σου μαρίδες να ρουφήση; 'μπορείς και συ ν' αλατισθής καθώς ο μπακαλιάρος κι' από ταλάτι το πολύ να γίνης στοκοφίσι;

Κι' αυτή, η γουρουνοποδαρούσα η μάνα του, αυτή η πρωτάρα, η στερεμμένη, αυτή η λεχώνα η λοχεμμένη!... Ειμπορείς, μαμμή, να την καρυδοπνίξης, κειδά που θα ψοφολογήση, στο κρεββάτι της, να στραμπουλήξης με τη χεράρα σου και της κλήρας το λαιμό, να πούμε πως εγεννήθηκε πεθαμμένο το παιδί, και πως η μάνα ετελείωσε, καθώς κάθισε στα σκαμνιά, ειμπορείς;

Ποιος είνε ο Χόμο; — Ο Χόμο είνε ο σκύλος μου, αυτός εδώ που σε γαυγίζει. Σιούτ, Χόμο. — Και ειμπορείς να μου κάμης μίαν εκδούλευσιν; επανέλαβεν ο ξένος. — Εκδούλευσιν, βέβαια. — Ειξεύρεις να μου πης ένα πράγμα που θα σ' ερωτήσω; — Ερώτησέ με πρώτα, και ύστερα θα σου αποκριθώ. — Είδες εις αυτό το μοναστήρι τίποτε αυτάς τας ημέρας; — Τι τίποτε; — Είδες μίαν νέαν που την έφεραν εδώ μέσα;

Εκείνο δε που είπον εγώ, τουναντίον, μας καθιστά εργατικούς και ερευνητικούς· εις τούτο δε εγώ, ακραδάντως πιστεύων, Θέλω μαζί σου να ζητήσω τι είναι αρετή. Μένων Μάλιστα, Σωκράτη· αλλά πώς το λέγεις, ότι τίποτε δεν μανθάνομεν, αλλ' ό,τι καλούμεν μάθησιν είναι απλώς ανάμνησις; ειμπορείς να μου το μάθης πώς συμβαίνει έτσι;

Μέσα σου τι πιστεύεις; ότι είσαι θυγάτηρ των; Η κόρη έκαμε μορφασμόν. — Ειμπορεί να είμαι, είπεν. — Ειμπορεί. Αλλά δεν έχεις βεβαιότητα, καθώς φαίνεται. — Δεν έχω, είπεν η Αϊμά. — Τότε, εις την κεφαλήν σου δεν κατέβη ποτέ καμμία ιδέα; δεν σ' εφώτισεν η φαντασία σου; — Εις τι πράγμα; — Ότι αυτοί δεν είνε γονείς σου. — Τι ωφελεί αυτό; Αφού δεν γνωρίζω ποίοι είνε. — Ειμπορείς να τους μάθης.

Δεν είπες ότι εκεί κατοικεί; — Είπα προς εκείνο το μέρος, δεν είπα εις ποιο κελλί. — Α, έκαμεν ο ξένος πεισθείς. Λοιπόν δεν το ειξεύρεις. — Τώρα είπες την αλήθειαν. — Αλλ' ειμπορείς να το μάθης; επανέλαβε μετά τινα σκέψιν. — Ειμπορώ βέβαια. — Και θα με πληροφορήσης; — Σίγουρα. — Ιδού, λάβε τούτο, είπε δίδων αυτώ χρυσούν νόμισμα. Ο Τρέκλας το έλαβε, το έψαυσε, και το έκρυψεν εις την ζώνην του.

Βέβαια. — Τότε περίμενε να έβγη έξω απ' εκεί. — Και πότε θα έβγη; — Όποτε θέλη. — Την πάθαμε, είπε μετά κωμικής χειρονομίας ο Τρέκλας. — Υπομονή. — Μα είσαι ψεύτης τέλος πάντων. Δεν το πίστευα να λες τέτοια ψέμματα. — Αφού ειμπορείς να του τα πης ο ίδιος του αφέντη μου... — Διατί δεν έχεις υπομονήν; — Έτσι; — Αλλά με βιάζεις να του πω εγώ αυτά οπού συνέβησαν; — Ποία;

Αλλά πώς να σου το δώσω; — Δεν ειμπορείς απ' την κλειδότρυπα; είπεν η Αϊμά. — Να δοκιμάσω, απήντησεν ο Τρέκλας. Και σχηματίσας τον φάκελλον εις λεπτόν κύλινδρον, επειράθη να εισαγάγη αυτόν διά της οπής. Μετά πολλούς αγώνας, ουδέν κατώρθωσεν. — Είνε μπατάλικο το γράμμα, είπεν ο Τρέκλας. Πολύ χονδρό χαρτί. — Τώρα πώς να γείνη; — Θέλεις να το ξεβουλλώσω, και να το κόψω εις δύο;

Κάμνω απ' όλα, είπεν ανυπομόνως ο Γύφτος. — Τότε θα μου κάμης. — Θα σου κάμω. — Και εις πόσον καιρόν; — Τι πράγμα; — Πότε ειμπορείς να τελειώσης την παραγγελίαν μου; — Δεν μου την είπες. Ειπέ μου πρώτα. — Τι να σ' είπω; — Την παραγγελία σου. — Αλλά σου την είπα, μοι φαίνεται. — Πώς; — Απ' όλα αυτά μου χρειάζονται. — Ποία όλα; — Όλα όσα κάμνεις. — Θέλεις κάθε λογής πράγματα; — Ναι.

Σωκράτης Τώρα λοιπόν ειμπορείς να εννοήσης εκ τούτων εκείνο, το οποίον ονομάζω σχήμα. Διότι, διά παν σχήμα λέγω αυτό, ότι εκείνο που τελειώνει το στερεόν, αυτό είναι σχήμα· το οποίον αφού ήθελον αντιληφθή ήθελον είπει, ότι το πέρας του στερεού είναι σχήμα. Μένων Το δε χρώμα πώς ονομάζεις, Σωκράτη; Μένων Άμα μου ειπής και τούτο, Σωκράτη, θα σου ειπώ. Μένων Διατί; Μένων Μα κάμε μου την χάριν.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν