Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Ανησύχησε φοβερά έτρεξε στο σπίτι, εβρόντησε κ' ευθύς η πόρτα ανοίχτηκε, εμπήκε μέσα και την εκλείδωσε. Ας δούμε ως τόσο τι εγινότανε μέσα. Το σπίτι ήταν χωρισμένο σε δύο μεγάλες κάμαρες, με νωποασβεστωμένο το χωματένιο τους πάτωμα.

Άλλος εφιλούσε το φυλαχτό του, άλλος έπαιρνε στην τσέπη κερί του Επιταφίου και άλλος εψιθύριζε θρησκευτικά τροπάρια. Ο καπετάνιος καθώς είδε το σκυλί εσταυροκοπήθηκε, έπιασε με το ζερβί του χέρι το σκαντάλι. Τέλος ήρθε μια στιγμή που είπαμε πως ετελείωσαν τα βάσανα. Η κουκουβάγια κουρασμένη, φαίνεται, άρχισε ν' αργοπετά τόρα, να χαμηλώνη και άξαφνα εβρόντησε χάμου στο κατάστρωμα.

Είπε και ανδρειά τον γέμισε τότε η Παλλάδ' Αθήνη· 520 και, άμ' ευχήθητου Διός την κόρη, του μεγάλου, ετίναξε και ακόντισε το μακρυό κοντάρι· και τον Ευπείθη κτύπησετο χάλκινό του κράνος· τ' ακόντι αυτό δεν κράτησε, και αντίκρυ βγήκ' η λόγχη· εκείνος χάμ' εβρόντησε κ' ηχήσαν τ' άρματά του. 525 τότ' ο Οδυσσέας ο λαμπρός υιός τουτους προμάχους πέσαν κ' εκτύπαν με σπαθιά και δίστομα μαχαίρια, και όλους θα τους ξολόθρευαν, κανείς να μη γυρίση, αλλ' η Αθήνη, του Διός αιγιδοφόρου η κόρη, φοβερήν έσυρε φωνήν κ' εκράτησε τα πλήθη· 530 «Ω Ιθακήσιοι, παύσατε τον φοβερόν αγώνα ογλήγορα, και αναίμακτα να χωρισθήτε πλέον».

Θα έλθη καιρός ότε θα κολυμβάς εις το αλμυρόν κύμα, καθώς εκολύμβησεν όλος, χθες ακόμη, ο πατήρ σου με την σκάφην του. «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων, ο Θεός της δόξης εβρόντησε, Κύριος επί υδάτων πολλών». Την επαύριον, εορτήν της Συνάξεως του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, έμελλε να βαπτισθή το παιδίον, επειδή είχε συμβή να γεννηθή ούτω τας παραμονάς της εορτής, πριν περάσουν όλως τα Φώτα.

Άντρας που θα τόνε χαρής, γιατί δεν είνε κιανείς λειψανάβατος και ζομπονιάρης ν' αποθάνη να σ' αφήση χήρα τσι πέντε στράτες. Τότε η Μαργή εβρόντησε και ήστραψε και είπεν ότι μα τα κόκκαλα του κυρού της θάπινε φαρμάκι και μόνον αν της ανέφερε το όνομα του Μανώλη η μητέρα της. Και έκλαιεν απαρηγόρητα.

Τα φλωροκαπνισμένα μας τάρματα κρεμασμένα 'Στού Παρνασσού, 'ςτού Όλυμπου, 'ςτού Πίνδου τα πρινάρια Σκουριάζουν τώραταις βροχαίς, και μόνο ανάρηαανάρηα Κανένα αναταράζεται ξυπνάειτον Ψηλορείτη! Άκου .... και τώρα εβρόντησε. Για σου, καϋμένη Κρήτη!

Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος με κρότον επταρμίσθη, 'π' όλο το δώμα εβρόντησε• γέλασ' η Πηνελόπη, και προς τον Εύμαιον έλεγε με λόγια πτερωμένα• «Άμε, τον ξένον κάλεσε, και φέρε τον εμπρός μου• δεν είδες πώς πταρμίσθηκετα λόγια 'που 'πα ο υιός μου; 545 δηλοί 'π' άσφαλτος θάνατος θε ναύρη τους μνηστήραις όλους• κανείς τον θάνατον, την μοίρα, δεν θα φύγη. και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ να το φυλάξη ο νους σου• αν τον γνωρίσω αληθινόν εις όσα μου διηγείται, θα τον ενδύσω μ' εύμορφη χλαμύδα και χιτώνα». 550

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν