United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατηυθύνθη εις την αίθουσαν, όπου ήξευρεν ότι έκεικτο η γραία, και μόλις είχε πνοήν να ερωτήση την νοσοκόμον, ην συνήντησε προ της θύρας. — Πώς είνε; — Καλά που ήλθες, απήντησεν εκείνη. Η θειά σου εβάρυνε. Όλη την ήμερα σ' εζητούσε. Τώρα. . . . Ο Γεώργης δεν ήκουσεν άλλο.

Ήξευρεν επίσης ότι δεν εννοούσε να κάμη γάμον εκ συμφέροντος, διότι πολλάκις είχαν συζητήση επ' αυτού του αντικειμένου. Εσχάτως όμως ο Καραγιάννης εδείκνυε ανυπομονησίας σημεία, εννόησε δε από μερικάς φράσεις του, ότι τον εβάρυνε πλέον αυτή του η θέσιςΤι ευχή! έως πότε θα περιμένη ένας; όσο για την αδελφή, είμαι εις θέσι να φροντίσω.

Από την ώρα που με το πέσιμο της μου κόπηκε ξαφνικά το τρυφερό τραγούδι στη μέση, δεν ξαναμούρθε ευθυμία. Μια σκυθρωπάδα μ' εβάρυνε, τρανή σαν τον Πίνδο που θ' ανεβαίναμε σ' ολίγο. Ούτε τραγούδι πλια από τότες, ούτε γέλοιο, ούτε ζωηρό λόγο, ούτε μιλιά.

Εγώ μονάχα θα σας 'πω πως ήλθα 'στην Αθήνα ξεσκούφωτος ... πιστεύσετε πως δεν σας λέγω ψεύμα· την ώρα όπου έψαλλα στροφάς 'στην Σαλαμίνα, επήρε το καπέλο μου σφοδρόν αέρος ρεύμα. 'Στην τόσην ευτυχίαν μου εβάρυνε κι' εκείνο, και το πατρώον έδαφος ξεσκούφωτος 'φιλούσα . . . αν ήλθα Πτωχοπρόδρομος, κι' αν τέτοιος απομείνω, ας όψεται ο κύριος Απόλλων και η Μούσα.

Από την ώρα που με το πέσιμό της μου κόπηκε ξαφνικά το τρυφερό τραγούδι στη μέση, δεν ξαναμούρθε ευθυμία. Μια σκυθρωπάδα μ' εβάρυνε, τρανή σαν τον Πίνδο που θ' ανεβαίναμε σ' ολίγο. Ούτε τραγούδι πλια από τότες, ούτε γέλοιο, ούτε ζωηρό λόγο, ούτε μιλιά.

Δις ή τρις ήδη εν τοις προλαβούσι κεφαλαίοις ο Τρέκλας ηκούσθη παραπονούμενος ότι η σύζυγός του τον είχεν εγκαταλίπει. Το μυστικόν τούτο μόνον εις τον Χόμο ηδύνατο να εμπιστευθή. Αλλ' όμως εβάρυνε την καρδίαν του, και ήτο δι' αυτόν ως εφιάλτης.

Αλλά και λιπόθυμος αν δεν ήτο η ατυχής κόρη, και νάρκη μολυβδίνη αν δεν εβάρυνε τας αισθήσεις της, τι ηδύνατο να αισθανθή ή να απολαύση η βαρύθυμος καρδία της; Η ευτυχία είνε άχρους ηλιακή ακτίς, αποκτώσα χρώμα μόνον διά του διαφανούς πρίσματος της ψυχής μας· όταν το πρίσμα ήνε αμαυρόν, άχρους απομένει και η ακτίς, ουδέ φωτίζει καν πλέον ή θάλπει.

Τότε ο ξανθός Μενέλαος εβάρυνε και του 'πε• 30 «Μωρός δεν ήσουν άλλοτε, Βοηθοίδη Ετεωνέα• τώρα ως μωρόπαιδ' ομιλείς• και δεν θυμάσαι οι δυο μας απ' άλλους πόσα εφάγαμε δώρα φιλοξενίας, ως 'που να γύρουμεν εδώ και ο Δίας να μας δώση τέλος εις τα παθήματα; αλλά τ' άλογα λύσε 35 των ξένων, και άμα μπάσε τους εδώ να γευματίσουν».

Πόσας φοράς, την νύκτα, το μεσονύκτιον ακριβώς, όταν ο κόσμος όλος εκοιμάτο, πόσας φοράς εβγήκεν από το δικό μου στήθος, και εβάρυνε με τον τρομακτικόν ήχον του το βάθος του σκότους που με ετρόμαζε. Λέγω ότι δεν ήτο άγνωστος. Εγνώριζα ό,τι εδοκίμαζεν ο γέρων, και τον ελυπούμην, αν και εγελούσα από το βάθος της καρδιάς μου.

Άλλος δεν ήτανε γύρω απ' τον άρρωστο παρά οι δυο τους και η Εληά, η σκύλα του, κουλουριασμένη στα πόδια του κρεββατιού, κρατώντας κι' αυτή την ανάσσα της, μέσα στη θλιβερή σιγαλιά, σαν να καταλάβαινε το μεγάλο κακό, πούχε πλακώσει το σπίτι. Ο Γιώργης εβάρυνε... Τρία μερόνυχτα τον έδερνε η θέρμη, το πλάκωμα, η στενοχώρια. Ο γιατρός ερχότανε κ' έφευγε κουνώντας το κεφάλι του.