Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Έρχεται κι ο Βασιλικός Επίτροπος, ο Κόμητας Διονύσιος, με ρητή προσταγή ακόμα και να τους ξορίση τους κατηγορημένους αν είναι ανάγκη. Γέμισε η Τύρο φίλους του Ευσεβίου, ενώ οι ορθόδοξοι οι Επίσκοποι μήτε προσκαλέστηκαν. Το τέλος δεν είταν ανάγκη να πάη ο Αθανάσιος στην Τύρο για να το μάθη. Τι να κάμη όμως, που η προσταγή του Κωσταντίνου είταν οριστική.
Έν' αγιόκερι κι εκεί σαν το δικό μου, απάνω σ' ένα τραπεζάκι, φώτιζε το κελί απαράλλαχτο σαν το δικό μου. Κατάχαμα στις σανίδες είταν ξαπλωμένοι δυο χωριάτες, κουρελλιοντυμένοι, ξερακιανοί κι αδύνατοι, χωρίς να κουνιώνται. Τους πρόσεξα καλά κι είδα πως είταν πιστάγκωνα δεμένοι.
Είταν το σπίτι αυτό από την άλλη την άκρη σε ξέχωρο μέρος, με πατώματα όχι πιώτερα από δυο, μα αερικό, ολόδροσο, αυλή μαρμαρόστρωτη μέσα, παράθυρα και θύρες ορθάνοιχτες από κάθε μεριά, που οπόθε κι αν κοίταζες έβλεπες το λαχταριστό περιβόλι.
Τα τειχίσματα από του πελάγου το μέρος μικρή δουλειά δεν είταν, επειδή βράχους θεόρατους αναγκαστήκανε να ρίξουνε για να πιάσουν θεμέλια που ν' αντέχουνε σε ρέματα και σε φουρτούνες. Έχτισαν και μόλους απ' αυτή τη μεριά κ' έκαμαν τα δύο πιο σημαντικά λιμάνια της Πρωτεύουσας, «Σοφιών» κ' «Ελευθερίου». Σύγκαιρα δούλευαν και μέσα στην Πόλη οι χτίστες.
Η φωτιά έκαιγε γλυκά — γλυκά, κι' έπεφταν από τον δαυλοστάτη κόκκινα και χοντρά τα κάρβουνα, το τραπέζι στέκονταν μαραμένο με τες μελωμένες τηγανίτες, με την απλάδα γεμάτη κουλάστρα και με τη γαβάθα γεμάτη κόττα βραστή, η θύρα κι' η οξώθυρα είταν ανοιχτές πέρα-πέρα για τη χρονιάρα την ημέρα και τη δεσποτική τη γιορτή, και για τον ξενιτεμένο του σπιτιού.
Δεν της ήρθε στο νου πως μπορούσε κάτι να μου κρύψη, δε στοχάστηκε πως η αγάπη, άδικα ή όχι, τρομάζει με το παραμικρό· δεν είπε μέσα της, όταν έλαβε το γράμμα· «Θα λυπηθή ή δε θα λυπηθή να του το δώσω;» Το διάβασε δίχως να το ξεσκίση, το φύλαξε ως το βράδυ· δεν της είταν αδιάφορο το γράμμα.
Ο κ. Σκληρός αναφέρνει τη Γαλλία, από την επανάσταση και δώθε. Αυτοί είναι οι καιροί της κοινωνικής αρρώστιας. Κι από τις τάξες όλες άλλες διοικούν κι άλλες υποτάζονται, και κάποτε τούτες ρίχνουνε κάτου τις άλλες και διοικούν αυτές. Αυτά δεν είναι καινούρια πράματα, ούτε αξιοθαύμαστα. Πάντα έτσι είταν στις κοινωνίες και θα είναι.
Τι μες στον κάμπο χύνουνταν σα ρέμα φουσκωμένο, που το χειμώνα αβάσταχτο σαρώνει κάθε αμπόδιο· φράχτης πολύβλαστης φυτιάς το δρόμο δεν του κόβει 90 κι' ούτε γιοφύρια αρμαθιαστά, σαν ξαφνοκατεβάσει τότες που πιάνει η πολυμπριά, κι' απ' το στηθάτο κύμα πολλά χαλιούνται χτήματα καλά νυκοκυραίων· έτσι ο Διομήδης σκόρπιζε τους πυκνωμένους λόχους, μηδέ κανείς του αντίστεκε κιας είταν τόσο πλήθος.
Καθίζει ο Άρειος και γράφει το «Πιστεύω» της Νίκαιας απαράλλαχτο σ' όλα, μόνο που αφήκε όξω το «ομοούσιος τω Πατρί». Πολύ πιθανό να μην την πρόσεξε ο Κωσταντίνος αυτή την παραδρομή· μα και να την παρατηρούσε, δεν είταν άνθρωπος να καταλάβη πόσους πολέμους έκρυβε μέσα του τέτοιο λάθος, και θάκλειε τα μάτια του θαρρώντας πως γλήγορα θα ξεχαστή τέτοιο μικρό πράμα.
Σου αρέσουν τα κεντήματα; Σου αρέσει το μαντήλι; Μαρτύρους βάνω το Χριστό και τη Κυρά Παρθένα, Ότι σου τ’ ωριοκέντησα με την καρδιά μου όλη.... Όπως δε θα είταν ικανή καμμιά άλλη να το κάνη.... Πε μου σου αρέσει, Κωνσταντή, τ’ ωριόπλουμο μαντήλι;— Ρίχνει τα μάτια ο Κωνσταντής απάντω στα κεντίδια, Κυττάζει και θυαμαίνεται της κόρης την αξιάδα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν