United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς; Διότι δεν εννοούμεν. Και όμως το είπαμεν όχι άπαξ, αλλά πολλάκις νομίζω. Σεις όμως ίσως ούτε είδατε ακόμη πόλιν με τυραννίαν. Ούτε θιασώτης είμαι εγώ τουλάχιστον τοιούτου θεάματος. Και όμως ακριβώς θα έβλεπες μέσα εις αυτήν ό,τι λέγομεν τόρα εδώ. Τι πράγμα;.

Εγώ, μωρέ, φοβήθηκα; Εγώ φοβήθηκα τη φουρτούνα; Απάνω στ άλμπουρο δε με είδατε, μωρέ; Δεν ανοίξατε τα στραβά σας να με ιδήτε; Τι σκούζετε το λοιπόν σα λυσσασμένα;

ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ναι· μα δεν μπορείτε έτσι, με τόση ελευθερία να της μιλήσετε της ΑΓΓΕΛικής: πρέπει να βρεθή τρόπος· σας είπαν νομίζω πως την προσέχουν και την έχουν περιωρισμένη και δεν την αφίνουν ούτε να βγη έξω ούτε να μιλήση με κανένα· κι' ας είν' καλά η περιέργεια της γρηάς θείας της, γιατ' έτσι μόνο μας άφησαν να πάμε στο θέατρο, όπου την είδατε και την αγαπήσατε.

Πολλαίς φοραίς οι παλαιοί, οι παππούδες μας, είδανε με τα μάτια τους που ένα πράμμα, που το ερρούφηξε το μάτι της λίμνης, έξαφνα βρισκότανε στη θάλασσα, μέσα βαθειά, ανάμεσα στα δυο νησιά πέρα. Είδατε τα δυο νησιά που είν' εκεί αντίκρυ, ως τρία μίλια ανοιχτά στο πέλαγο; . . . Εκεί ανάμεσα είνε ο αφαλός της θάλασσας.

Αν ήτον εις την εξουσίαν των να με κερατώσουν, θα τό καναν και πόρναι ακόμη αν επρόκειτο να γίνουν. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Σιωπή! Έρχεται ο Αντώνιος. ΧΑΡΜΙΟΝ. Δεν είν' αυτός.. . Η βασίλισσα. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είδατε τον σύζυγόν μου; ΧΑΡΜΙΟΝ. Όχι, κυρία. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν ήτο εδώ; ΧΑΡΜΙΟΝ. Όχι, κυρία. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ήτον εύθυμος, αλλ' αιφνιδίως εσκέφθη περί της Ρώμης. — Αινόβαρβε. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Κυρία!

Αλλά ο Τριστάνος, για την τιμή αυτού του τόπου, πήγε και τον αντιμετώπισε, και κάθε μια από της πληγές που πήρε τότε έφτανε για να πεθάνη. Αυτός είναι ο λόγος που τον μισείτε, και γι' αυτό τον αγαπώ εγώ περισσότερο από σένα, Αντρέ, περισσότερο από όλους σας, περισσότερο από κάθε τι. Αλλά τι ισχυρίζεσθε πως ανακαλύψατε; Τι είδατε; Τι ακούσατε;

Τα μάτια του γέροντος έκαμαν γυαλιά να κυττάζουν το πέλαγος· νύκτας δε κατά σειράν πολλάκις εξημέρωνεν επί του εξώστου νήστις, άγρυπνος, αναμένων. Προς παν λευκόν ιστίον εξαιφνιάζετο, ως κοιμώμενος λαγωός, και προς πάσαν λέμβον, παραπλέουσαν υπό τον εξώστην, απέστελλε την ερώτησιν άνωθεν, παρακλητικώς: — Μην είδατε της σκούναις μου;

Και πώς είναι δυνατόν, εάν δεν εσχετίσθησαν ποτέ καμμίαν τοιαύτην επιμιξίαν, όταν γίνεται ορθώς; Πρόσεχε λοιπόν. Άραγε ημπορούμεν να θεωρήσωμεν ως μίαν από τας πολλάς επιμιξίας τους συμποσιαστάς και τα συμπόσια; Πάρα πολύ μάλιστα. Αυτήν λοιπόν μήπως τάχα έως τόρα δεν την είδε κανείς ποτέ να γίνεται ορθώς; Και σεις μεν οι δύο είναι εύκολον να απαντήσετε ότι απολύτως ποτέ δεν την είδατε.

Πουθενά δε φάνηκε. — Μην είδατε πουθενά τον Κυρ-Νικολάκη; ρωτώ. Οι βαρκάρηδες κ' οι αγωγιάτες σκάσανε στα γέλια. — Τον Κυρ-Νικολάκη! Τώρα κι' άλλη μια φορά. Πάει δουλειά του... — Πέθανε; — Όχι ακόμα. Μα τον χάσαμε. — Πού πάει; — Λένε πως πάει στο Άγιο Όρος! μου λέει ένας βαρκάρης. — Κατά διαβόλου, πες καλύτερα! πετάγεται και μου λέει ένας αγωγιάτης. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι τρέχει.

Τ' αγριογούρουνα και τα ζαρκάδια και τους λαγούς. Κι' όταν γυρίζω σ' αυτόν που με φιλοξενεί, ξέρω πολύ καλά να παίζω με το ρόπαλο, να μοιράζω τα κούτσουρα στους ιπποκόμους, να κουρδίζω την άρπα και να τραγουδάω, και ν' αγαπώ της Βασίλισσες, και να ρίχνω στα ποταμάκια καλοκομμένα κομματάκια ξύλο. Μα την αλήθεια, δεν είμαι καλός τραγουδιστής; Σήμερα είδατε πώς ξέρω να παίζω το ραβδί».