Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Πρέπει όμως να παρατηρηθή πως ο Κωσταντίνος δεν έδειχνε πάντα και την ίδια προσοχή και δειλία, αφού όταν έστησε στη Ρώμη τον αδριάντα του έβαλε σταυρό απάνω στην άκρη του κονταριού του. Άρχιζε και γλυκόφεγγε η μεγάλη του ιδέα στο διάβα του απάνω, και σε κάθε του πάτημα τώρα κι ομπρός ανταμώνουμε τις σωτήριες αχτίδες του. Δεν πέρασαν πολλοί μήνες και βρέθηκε πάλε στο Μιλάνο.
Ω καλημέρα σου αδερφή, της λέει, και τι κάνεις; 65 Πού ήσουν, καιρούς οπώλειπες, και πούθε τώρα εφάνης; Αμ πώς γυμνή έτζι ολότελα, μονάχη τέτοιαν ώρα Σε δρόμου διάβα, σαν κι' αυτό στη μέση από τη χώρα; Εδώ για στέκω οχ το ταχύ, του απεκρίθη εκείνη· Και στα χαμένα εστάθηκα· του κάκου έχω προσμείνη. 70 Έκρινα τάχατε καλό την ερημιά ν' αφήσω.
Λες και φυλάει εδώ σαν πολεμικός πύργος, το μοναδικό διάβα της Λάκκας από το μέρος του Φαναριού.
Λες και φυλάει εδώ σαν πολεμικός πύργος, το μοναδικό διάβα της Λάκκας από το μέρος του Φαναριού.
Και πίσω το κορμί γιγάντιο, μελαψό, με τα φτερούγια του ανοιχτά πέρα — δώθε, με την ουρά γοργογύριστη σαν έλικας βαποριού έφευγεν εμπρός και αφροκοπούσαν τα νερά δαρτά και σκοτωμένα στο διάβα του. Τα ψάρια έτρεχαν κοπάδι, έφευγαν με τρελά πηδήματα αισθαντικά στον κίνδυνο και τον χαμό.
Φώναξε τότες ο Αρβανίτης να μη φοβούνται, έδωσαν οι Τούρκοι μερικές σκουντιές αποπίσω, και ξανάρχισαν το διάβα τους πλάγι του στρατοπέδου. Ο χαλασμός, καθώς είδαμε, τελειωμένος τώρα στην Κρήτη.
Στο διάβα τους από τη Νίσιβη στην Αντιόχεια κρατούσαν πάλι οι Λεγεώνες το Λάβαρο, καθώς στου Κωσταντίνου τους χρόνους. Μονομιάς ακύρωσε τα προστάγματα του Ιουλιανού και κήρυξε νόμιμη θρησκεία του βασιλείου τη Χριστιανική. Μ' ανοιχτές λοιπόν αγκάλες τον αποδέχουνταν οι Χριστιανοί του υπήκοοι απ' όπου διάβαινε.
Και τα πουλιά που κελαϊδούν λες και την χαιρετούνε, Τα δέντρα που φουρφουλογούν 'ςτής χαραυγής τ' αγέρι, Λες και ξυπνούν, ξαφνίζονται 'ςτής λυγερής το διάβα, Κι' αναμερώντας τα κλαδιά τώνα ρωτάει τ' άλλα Ρωτάει ο γράβος το φτελιά, ο πεύκος το πλατάνι, Το κυπαρίσσι τη ιτιά, κ' η λυγαριά τη δάφνη: — Ποια νάν' εκείνη που περνά, μη νάν' καμμιά Νεράιδα;
Ω καλημέρα σου αδερφή, της λέει, και τι κάνεις; Πού ήσουν, καιρούς οπώλειπες, και πούθε τώρα εφάνης; Αμ πώς γυμνή έτζι ολότελα, μονάχη τέτοιαν ώρα Σε δρόμου διάβα σαν κι' αυτό στη μέση από τη χώρα; Εδώ για στέκω οχ το ταχύ, του απεκρίθη εκείνη· Και στα χαμένα εστάθηκα· του κάκου έχω προσμείνη· Έκρινα τάχατε καλό την ερημιά ν' αφήσω, Στον κόσμο σαν προτήτερα ναρθώ να κατοικήσω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν