United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα είχον παρέλθει δώδεκα έτη, ο αδελφός της, ευρίσκετο ακόμη εις τας φυλακάς, ο πατήρ της προ πολλού είχεν αποθάνει, ο Στάθαρος κι' ο Γιαλής δεν επανήλθαν ποτέ από την Αμερικήν, ο μικρός ο Γιωργάκης κ' εκείνος είχε πάρει μεγάλα πέλαγα, η Κρινιώ κι' αυτή είχε μεγαλώσει, η Δελχαρώ είχε γεννήσει και πάλιν κόρην, κι' αυτή, η Αμέρσα, είχε μείνει γεροντοκόρη.

Ήτο αύτη η κοιμωμένη επί της κλίνης, η πρωτότοκος κόρη της Φραγκογιαννούς, η Δελχαρώ η Τραχήλαινα. Είχαν βιασθή να το βαπτίσουν την δεκάτην ημέραν, επειδή έπασχε δεινώς· είχε κακόν βήχα, κοκκίτην, συνοδευόμενον με σπασμωδικά σχεδόν συμπτώματα. Καθώς εβαπτίσθη, το νήπιον εφάνη να καλλιτερεύη ολίγον, την πρώτην βραδειάν, και ο βήχας εκόπασεν επ' ολίγον.

Η τότε νεαρά Δελχαρώ, η μήτηρ της Φραγκογιαννούς, επήδα ως δορκάς από θάμνου εις θάμνον, ανυπόδητος, επειδή προ πολλού είχε πετάξει τας εμβάδας της από τους πόδας, όπισθέν της, — την μίαν των οποίων είχεν αναλάβει ως λάφυρον ο είς εκ των διωκτώνκαι τ' αγκάθια εχώνοντο εις τας πτέρνας της, της έσχιζον κ' αιμάτωνον τους αστραγάλους και ταρσούς. Τότε, εν τη απελπισία, της ήλθε μία έμπνευσις.

Τότε στραφείσα προς τους τεσσάρας κολλημένους τους είπεν· «Α! αυτό σας μέλλει; εμένα δεν με μέλειΕν τω μεταξύ, ενώ ο Σταθαρός κι' ο Γιαλής είχαν ξενιτευθή εις την Αμερικήν, και είχαν φάγη λωτόν, ή είχαν πίη τον Λήθην, η Δελχαρώ, η πρώτη κόρη, πρωτότοκος μετά τους ξενιτευομένους αδελφούς της, εμεγάλωνεν, ολονέν εμεγάλωνε.

Όταν λοιπόν εξενιτεύθησαν εις την Αμερικήν οι δύο μεγαλείτεροι υιοί, και η Δελχαρώ εμεγάλωσεν, ανάγκη ήτο αυτή η μήτηρ να φροντίση διά την αποκατάστασιν της κόρης, καθότι ο γέρων, ο «Λογαριασμός», δεν διέπρεπεν επί δραστηριότητι. Λοιπόν ηξεύρει όλος ο κόσμος τι σημαίνει μία μήτηρ να είναι συγχρόνως και πατήρ διά τας κόρας της, και να μην είναι τουλάχιστον μήτε χήρα.

Εις το κοίλωμα εκείνο, εντός του οποίου ηδύναντο να καθίσωσιν ανέτως δύο άνθρωποι, έτρεξε να κρυβή η τότε νεόνυμφος Δελχαρώ, η μήτηρ της σημερινής Φραγκογιαννούς. Το μέσον ήτο άπελπι, και σχεδόν παιδαριώδες. Εκεί δεν εκρύπτετο άλλως, ειμή κατά φαντασίαν, με παιδικόν τρόπον, όπως παίζουσι τον κρυφτόν. Οι διώκται βεβαίως θα την έβλεπον, θ' ανεκάλυπτον το καταφύγιόν της.

Μετά τον πρώτον ακούσιον λυγμόν της, δεν είχεν εκβάλει πλέον άλλην φωνήν. — Τι! . . . πέθανε το παιδί; . . . Βρε! . . . έκαμεν ο Κωνσταντής, μείνας με ανοικτόν το στόμα. Είτα προσέθηκε·Για ταύτο έβλεπα κάτι ανάποδα όνειρα, ζάβαλε! . . . Η Δελχαρώ, ανακύψασα προς στιγμήν από του λίκνου, συνέχουσα τους λυγμούς της, είπε·

Είτα, μετά έν έτος, εγεννήθη το πρώτον παιδίον, ο Στάθης, και δευτέρα η Δελχαρώ, ακολούθως ο Γιαλής, κατόπιν ο Μιχάλης, ακολούθως η Αμέρσα, μετ' αυτήν ο Μητράκης, και η τελευταία η Κρινιώ. Κατά τους πρώτους χρόνους εφαίνετο να βασιλεύη ειρήνη εντός της οικίας.

Ευθύς ύστερον εξήλθε κ' η Δελχαρώ, τρέχουσα μ' ελαφρόν βήμα, και διευθύνθη προς την μητρικήν της οικίαν, να εκτελέση την εντολήν. Η Φραγκογιαννού επήρε τον απάνω δρόμον, κατά τα κοτρώνια, με δρομαίον βήμα.

Πρέπει να πάρω τα βουνά, δυχατέρα! είπεν αίφνης. Αν προφτάσω! — Γιατί, μάννα; είπεν εν αγωνία η Δελχαρώ. — Γιατί . . . με γυρεύουν για να με φυλακώσουν. — Αλήθεια; . . . Εσύ το έρριξες, μάνα, το κορίτσι στο πηγάδι;! — Όχι, μάρτυς μου ο Θεός! . . . Αυτό δεν το έκαμα, είπεν η Φραγκογιαννού. — Τότε; . . . — Σιώπα! — Η αμαρτία σε κυνηγά, μάνα, είπε δειλώς η Δελχαρώ. — Σιώπα!