Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Εκείνοι, επειδή έβλεπαν πως τους κορόιδευε, δεν απαντούσαν εις το κάθε τι που τους ερωτούσε ο Κτήσιππος. αλλά γενικώς επανελάμβανον ότι όλα τα γνωρίζουν διότι απροκαλύπτως πλέον ο Κτήσιππος δεν άφησε τίποτε που να μην τους ερωτά, και τα πλέον γελοία ακόμη πράγματα, αν τα γνωρίζουν· εκείνοι δε με ακλόνητον γενναιότητα αντιμετώπιζαν όλας τας ερωτήσεις, διαβεβαιούντες ότι τα γνωρίζουν, όπως οι κάπροι που πέφτουν μόνοι των επάνω εις τον σίδηρον που τους πληγώνει· ούτως ώστε και εμένα επί τέλους με ώθησεν η απιστία μου να ερωτήσω τον Ευθύδημον, εάν γνωρίζη και να χορεύη ο Διονυσόδωρος. — Μάλιστα, μου απεκρίθη εκείνος. — Όχι όμως βέβαια και να γέρνη τούμπες μέσα σε στημένα μαχαίρια, και να κάμνη τον τροχόν εις την ηλικίαν που ευρίσκεται· ή και μέχρις αυτού του σημείου φθάνει η ικανότης του; — Τίποτε δεν είναι που να μην το γνωρίζη. — Και τα γνωρίζετε όλα τώρα μόνον, ή από πάντα; — Από πάντα, μου απήντησε. — Και όταν ήσαστε παιδιά, και ευθύς που γεννηθήκετε τα ηξεύρετε όλα; — Όλα απήντησαν και οι δύο μαζί.
Ο πόθος της αγροτικής ζωής ποτέ δεν έπιασε τόσο αλαίμαργα άλλη ψυχή. Και ποια ακόμα τέλεια ευτυχία, να γέρνη ν' αναπαύεται στα μικροκαμωμένα γόνατα της όμορφης χωριατοπούλας, και να τον μεθούν και να τον αποκοιμίζουν τα ολόμαυρα αυτά μάτια, που τον κοιτάζουν τόρα τόσο λιγωμένα και λαχταριστά......
Εκεί που η ζερβιά παλάμη μου χεράκωνε την αμασκάλη της την τρυφερή και το δεξί χέρι μου κράταε το σκληρό κουτσάκι του σαμαριού για να μη γέρνη, τότες έννοιωσε αυτή το πρόσωπό της νοτισμένο ακόμα κ' είδε βρεμμένα και τα μπροστινά ρούχα της. — Κύτταξε, μου είπε, πως έγεινα από τα νερά εκεί πώπεσα. — Δε σ' έβρεξε η ρεμματιά, σ' εράντισα γω με τα χέρια μου για να σε συνεφέρω.
Άλλοτες γύρναε, θόλωνε σαν τον καιρό κι' ο νους του, Και τρέμοντας, σαν άρρωστος οπού τ' άναφτ' η θέρμη, Έγερνε στ' άστρο της βραδιάς τ' αχτιδοστολισμένο Κ' έλεγε λόγια οπώδειχναν άσβεστο τον καϊμό του. — «Άστρι τ' απόσπερνου λαρό, γλυκόφωτο, πανώριο, Στην ωμορφάδα ασύγκριτο, στη λάμψη πρώτο απ' όλα, Που με τ' απόκλωσμα του ηλιού προβάλλεις μες τη ράχη Ανάερε λύχνε, ουρανικέ, οπ' άγγελος σε ανάφτει Να σημαδεύης ένωρα τον ερχομό της νύχτας, Για να ξεζεύη στ' όργωμα τα βώδια του ο ζευγίτης, Να γέρνη από τον ποταμό που πλένει η κορασίδα.
Εκεί που η ζερβιά παλάμη μου χεράκωνε την αμασχάλη της την τρυφερή και το δεξί χέρι μου κράταε το σκληρό κουτσάκι του σαμαριού για να μη γέρνη, τότες έννοιωσε αυτή το πρόσωπό της νοτισμένο ακόμα κ' είδε βρεμμένα και τα μπροστινά ρούχα της. — Κύτταξε, μου είπε, πώς έγεινα από τα νερά κει πώπεσα. — Δε σ' έβρεξε η ρεμματιά, σ' εράντισα γω με τα χέρια μου για να σε συνεφέρω.
Κατά το δειλινό, σαν άρχισε να γέρνη ο ήλιος, ο ένας ο εργάτης, εκεί πού έσκυφτε στη δουλειά του, κι' ο Γιάννης, με το τσιμπούκι του αναμμένο, εκάθητο σ' ένα μεγάλο κούτσουρο, και τον εκύτταζε πώς δουλεύει, δύο-τρία βήματα παρέκει, εκεί ο εργάτης βρίσκει κάτω στη γης ένα τάλλαρο, κολοννάτο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν