Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Ένα πλήθος, όπως δεν το είχε ξαναδεί, γέμιζε την εκκλησία, το χώρο γύρω, το μονοπάτι που οδηγούσε στο χωριό. Μια λιτανεία γύριζε συνέχεια γύρω από το ναό, σαν ερπετό κόκκινο και άσπρο, κίτρινο και μαύρο. Τα λάβαρα ανέμιζαν όμοια με μεγάλες πεταλούδες, και με τη μονότονη ψαλμωδία των προσκυνητών ενώνονταν άσματα της χορωδίας, κουδουνίσματα αλόγων σελωμένων για αγώνες, φωνές χαράς.
Και πάλι πετούσε η Λιόλια πιο πέρα και μάζευε γαλανά ματάκια άνθινα, που την κυττάζανε λυπητερά και σα δακρυσμένα, και γέμιζε την ποδιά της όλο μαργαρίτες, χωρίς νάχη καιρό να τις ξεφυλλίση, κ' έτρεχε κ’ έκοβε κάτι ασπρολούλουδα σ' αψηλά κλωνιά που ανθίζανε δέσμες-δέσμες κ' ήτανε γεμάτα μέλισσες. . . Δεν τα χωρούσε πια η αγκαλιά της κ' η ποδιά της τα λουλούδια κι ανασήκωνε και τη φουστίτσα της και φάνηκε το μισοφοράκι τάσπρο χιόνι κ' η παχουλή γαμπίτσα της.
Γιατί αυτός είτανε χωρίς να το υποψιάζεται το κέντρο του σπιτιού. Είταν αυτός, που έτρεχε σε μας τους τέσσερους μεγάλους και γέμιζε το σπίτι με τα κελαδήματά του, όταν ερχόμαστε. Γύρω σ' αυτόν μαζευόμαστε με την παραμικρότερη αφορμή για νακούσουμε με χαρά τι έλεγε.
Παχειά μυρουδιά από κουνουπίδι γέμιζε τον γύρω αέρα, χωνότανε στη μύτη και στο στόμα, και μούσκευεν ακόμα το πρόσωπο και τα ρούχα. — Δε σου φαίνεται...; είπεν ο Ρένας. — Δε μου φαίνεται, διάκοψε κείνος, νομίζοντας ότι κι' αυτό αποτελούσε κάποιαν εξυπνάδα. — Άκουσε λοιπόν, κακομοίρη.
Κ' εξόν από αυτό, θέλαμε το καλοκαίρι τούτο να το περάσουμε με τη συντροφιά άλλων και να ξαναδοκιμάσουμε κείνο το αίστημα, που μας γέμιζε τις καρδιές μια φορά, όταν η ευτυχία μας αντανακλούσε σ' έναν κύκλο φίλων, που μπαινοβγαίνανε στο σπίτι μας, όπως και στο δικό τους.
Έπεφτα σ' ατέλειωτο βάθος. Γύριζαν οι τοίχοι, γύριζε όλος ο κόσμος. Πού να βασταχτή πια ο κόσμος δίχως εκείνη! Θα χαλάση ο κόσμος, κόλαση θα γείνη το χωριό, θα ρημάξη το σπίτι μας, θα μπη ο μαύρος ο πόνος μες στην καρδιά μου και θα την κάμη για πάντα δική του! Φεύγει πια η παρηγοριά μου, φεύγει η δύναμη που με διαφέντευε μέσα στον κόσμο, που με γέμιζε θάρρος κ' ελπίδα.
Γέμιζε ο ναός πιστούς, γέμιζε κι ο Αρειανισμός πάθος και ζούλια. Ως και πως τρεις Θεούς δίδασκε τον αβάνιαζαν, και με κάθε τρόπο παρακινούσαν τον όχλο να σηκωθή και να κατατρέξη τους Αιρετικούς του Αθανασίου!
Του έκανε μερικές ερωτήσεις, στις οποίες σύντομα αποκρίθηκε και εκάθησε στο γραφείο του για να γράψη. Εκάθησαν έτσι μια ώρα μαζί και περισσότερο, σκοτάδι ολοένα γέμιζε τη ψυχή της Καρολίνας.
Και το χαριτωμένο κεφαλάκι της, γέμιζε από τόσους μεθυστικούς λογισμούς, κι έπλεε όλη σ' ένα πέλαγο επιθυμιάς και δίψας μπροστά σ' αυτό το ζωντανό όνειρό της, που τόσα χρόνια το πόθησε και το ζωγράφισε κατάβαθα στο νου της, η παιδική της φαντασία.
Να με πάρης, να μ' αγαπάς, να μ' έχης σαν παιδί σου.» Τέτοια μου έλεγε η Μοιρίτα κ' ένας απέραντος πόνος λίγο λίγο, σαν το νερό που σταλάζει, μου γέμιζε, μου έπνιγε την καρδιά. Όχι! δε φοβούμουν! Τι να φοβηθώ; Ταθώο το κορίτσι! Αλήθεια είναι! Μου έδειξε το γράμμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν