United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οπίσω ηκολούθουν ο υποτελώνης χονδροκαμωμένος και χωλός τον έτερον πόδα, εξηκοντούτης ανήρ, με λευκόν πώγωνα ως να επένθει. Εις τους οφθαλμούς έφερε στρογγυλά πράσινα ομματουάλια. Παραπίσω ήρχετο ο λιμενάρχης υψηλόςυψηλός, ως λεύκα, κλείων την συνοδείαν, μεσόκοπος, με πολιτικήν ενδυμασίανάγνωστον αν ήτο αξιωματικόςκρατών εις χείρας τον πλατύγυρον πίλον, ολίγον προτεταμένον ως δίσκον.

Εκεί μένοντας καμπόσον καιρόν εμβήκα εις την αυλήν του Βασιλέως διά τζοχαντάρης, και από ολίγον κατ' ολίγον, διά την καλήν μου δούλευσιν, ο βασιλεύς με έκαμε Βεζύρην του, ο οποίος με αγαπούσε κατά πολλά διά την καλήν μου κυβέρνησιν· μα ως εκεί δεν έπαυσεν η τύχη μου που να μη με κατατρέξη· κάποιος αξιωματικός της αυλής του Βασιλέως έλαβε φθόνον μέγαν εναντίον μου, και τόσον έκαμε, που ο Βασιλεύς απεφάσισε να με αποξενώση από την δούλευσιν του, διά να παύσουν τα σκάνδαλα.

Χτες μ' έκλεψε και μ' έδειρε ένας αξιωματικός και πρέπει σήμερα να φαίνομαι, πως έχω κέφι, για ν' αρέσω σ' έναν καλόγερο. Ο Αγαθούλης δε ζήτησε περισσότερα· ωμολόγησε, πως ο Μαρτίνος είχε δίκιο. Καθήσανε στο τραπέζι με την Πακέττα και το θεατίνο· το δείπνο στάθηκε πολύ ευχάριστο και στο τέλος μιλήσανε με κάμποση εμπιστοσύνη.

Η συνήθεια, είπε ο ανώτερος αξιωματικός, είναι ν' αγκαλιάζουνε το βασιλιά και να τον φιλούνε από τα δυο μάγουλα. Ο Αγαθούλης κι' ο Κακαμπός πηδήσανε στα λαιμό του βασιλιά, ο οποίος τους δέχτηκε με τη μεγαλύτερη καλωσύνη, που μπορεί κανείς να φαντασθή και τους προσκάλεσε ευγενικά στο δείπνο.

ΔΩΓΚΑΝ Τον Μάκβεθ και τον Βάγκον αυτό δεν τους ετάραξε; ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ Ω ναι, όσον ταράζει το λεοντάρι ο λαγός ή αετόν σπουργίτης! Ήσαν κ' οι δυο, — διά να 'πώ αληθινά πώς ήσαν, — ωσάν κανόνια με διπλά γεμίσματα γεμάτα!

Σαρανταεφτά ελεεινές κατηγορίες έφερεν εναντίο του ένας Επίσκοπος κ' ένας Διάκος. Ο Χρυσόστομος όμως μήτε να παρουσιαστή δεν καταδέχτηκε. Τον καταδικάζουνε λοιπόν όπως όπως, επικυρώνει ο Αρκάδιος την απόφαση, και πηγαίνει νύχτα ένας αξιωματικός της Αυλής, πιάνει τον Ιεράρχη, και τονέ φέρνει σε κάποιο ακρογιάλι της Μαύρης Θάλασσας. Μόλις έμαθε ο κόσμος ταποταχύ τα γενάμενα, και γίνεται ανάστατος.

Θα το ιδήτε, είπεν η Κυνεγόνδη. Αλλ' ας εξακολουθήσομε. — Εξακολουθήστε, είπε ο Αγαθούλης. Ξαναπήρε το νήμα της διήγησής της. — Τότες ένας Βούλγαρος αξιωματικός μπαίνει. Με βλέπει μέσα στα αίματα, αλλ' ο στρατιώτης δεν ταράζεται. Ο αξιωματικός θυμώνει για την έλλειψη σεβασμού, που τούδειχνε αυτός ο χτηνώδης στρατιώτης και τον σκοτώνει απάνω μου.

Ευλόγως λοιπόν εξερράγη το πλήθος εις επευφημίας και χειροκροτήματα, οίων ουδέποτε ηξιώθησαν εις το θέατρον ούτε ο Ρόπας, ούτε ο Μάριος, ούτε ο Φασκίνης, ουδ' αύτη ίσως η Μαλιβράν. Ταύτα αντήχουν ακόμη, ότε ύψωσε το ξίφος ο έχων το προσταγμα αξιωματικός, ήστραψαν τα τουφέκια και δέκα σφαίραι ετρύπησαν το στήθος του καταδίκου.

ΛΕΛΑΕίσθε ο πλέον ανόητος αξιωματικός του στρατού. Και ίσως ο ωραιότερος! ΑΝΘΥΠΟΛ. — Α! α! α! Ποια είνε αυτή η γυναίκα; Η ευθυμία της αρχίζει να υπερβαίνει τα όρια. Φαίνεται μεθυσμένη. Δεν ξέρω ακριβώς. Τη βλέπω δύο τρεις μέρες στα λουτρά. Φαίνεται πως είναι φιλενάδα της θεατρίνας. Είναι ολίγον από το είδος των ευθύμων γυναικών. Πάει να πη .... Κατάλαβες, κοκώνα μου;

Κατόπι κάθισε ο Βασιλέας απάνω σ' ασπίδα, και τονέ σηκώσανε στον αέρα οι προύχοντες κ' οι συγκλητικοί να τονέ δείξουν του κόσμου. Ανεβαίνει τότες αξιωματικός στο κάθισμα κι αποθέτει στην κεφαλή του μαλαματένιο «μανιάκι», δηλαδή βραχιόλι, σημάδι κι αυτό να ξανασηκωθή ο λαός και να ζητωκραυγάση.