United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το τι θαπογινόμαστε ανίσως και δε μας έρχουνταν ο Μέγας Θεοδόσιος, που του άξιζε μα την αλήθεια τέτοιο καλορρίζικο όνομα, σα δύσκολο να λογαριαστή.

Τους Αθηναίους μάλιστα και χρήματα τους χάρισε να ξαναχτίσουν όσα δημόσια χτίρια τους είχε χαλασμένα ο Σύλλας κι ο Αριστίωνας, αφού τους μάλλωσε με το ρητό του εκείνο «Πόσες φορές θα καταστρέφεστε μονάχοι σας Αθηναίοι, και πάλε θα σας γλυτώνη η προγονική σας δόξα». Ανίσως και μπορούσανε να το μαντέψουν οι Αθηναίοι, θα του απολογιούνταν τότες του Καίσαρα· «Αιώνες κ' αιώνες θα περάσουν και θα ξαναφανή αυτό το φάντασμα του Φιλελληνισμού.

Κι αυτό πάλε καλό κι άγιο· μήτε ως εκεί όμως δεν έμεινε, παρά τους πρότεινε ύστερα να τραβηχτή ο ίδιος από το θρόνο, μα και στη θάλασσα να πάη να πέση, ανίσως και στάθηκε αφορμή της νέας αυτής ταραχής. Κι από κει πηγαίνει και δίνει την παραίτηση του στο Θεοδόσιο· κι ο Θεοδόσιος, δίχως άλλο γυρισμένος από τους κακορρίζικους Αυλικούς του, τη δέχεται την παραίτηση!

Τότε αυτός μένοντας μόνος με την θυγατέρα του, άρχισε να την ξαναεξετάξη περί αυτής της υποθέσεως έως που να έλθη η νύκτα· την ηρώτησεν ακόμη ανίσως και έφαγεν ο προφήτης μαζί της, και αυτή του απεκρίθη πως δεν εστάθη τρόπος να φάγη ούτε να πίη, με όλον που πολλά τον επαρακάλεσε· της έκαμε και άλλα διάφορα ζητήματα, και εις όλα ήκουε με πολλήν προσοχήν τες αποκρίσεις της.

Δεν μου 'μιλείτ' εμένα; Ανίσως και προβλέπετε ο Χρόνος τι θα σπείρη, εάν να 'πήτε δύνασθε ποιος σπόρος θα φυτρώση και ποίος όχι, 'πήτε μου κ' εμέ, που δεν γυρεύω την χάριν ή την έχθραν σας, αλλ' ούτε την φοβούμαι! Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Χαίρε και συ! Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Χαίρε και συ! Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Χαίρε και συ, ω Βάγκε! Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Του Μάκβεθ ταπεινότερε και μεγαλείτερέ του!

ΡΕΓ. Εδώ το σπίτι είναι μικρόν με όλον του τον κόσμο! δεν τον χωρεί τον γέροντα. ΓΟΝΕΡ. Εάν στενοχωρήται ποιος πταίει; — Πταίει μόνος του, ώστε καλά να πάθη. ΡΕΓ. Μετά χαράς θα τον δεχθώ, ανίσως έλθη μόνος, χωρίς κανέν' ακόλουθον. ΓΟΝΕΡ. Αυτό κ' εγώ θα κάμω. Πού 'πήγε ο Γλόστερ; ΚΟΡΝ. Με τον Ληρ. Να, έρχεται οπίσω. ΚΟΡΝ Και πού πηγαίνει;

Καλότυχος ανίσως και ήθελα παρομοιάση τελείως, και με το χάσιμο της μορφής μου να ήθελα χάσει και το λογικόν μου, και έτσι δεν ήθελα πέσει εις χίλιες σκληρές και θλιβερές συμφορές. Εις το αναμεταξύ που εγώ εθρηνούσα την κατάστασίν μου εις τα δάση, ο Δερβύσης εκυρίευε τον θρόνον του Μουσουλίου, και εχαίρονταν το βασίλειόν μου.

Και αφού και ετελείωσε να ομιλή, του είπα, μεγάλε Φιλόσοφε, επειδή και δεν είναι δύσκολον να καταλάβω πως θάσαι ένας μέγας άνθρωπος, έρχομαι να σου ζητήσω μίαν χάριν· ειπέ μου καθαρώτατα, και τίποτε μη μου κρύψης, πώς έκαμες να κτίσης λουτρούς τόσον θαυμαστούς, χωρίς κάνεις να σε καταλάβη; Βασιλέα μου, εκείνος απεκρίθη, κρατώ εις την δούλευσίν μου σαράντα τεχνίτας, που είναι τόσον έμπειροι και άξιοι, που παρόμοιοι δεν ημπορούν να είναι· ημπορώ με την δούλευσίν τους να κατασκευάσω εις ολιγώτερον από μίαν ημέραν παλάτια, που να μην ευρίσκωνται παρόμοια· αυτοί οι τεχνίται είναι βουβοί, μα γροικούν ότι τους ειπή κανείς· δεν είναι χρεία να τους ομιλήση όποιος θέλει, να τους προστάξη να κάμουν κανένα πράγμα, επειδή και καταλαμβάνουν την γνώμην του πριν τους την φανερώση· ανίσως και η βασιλεία σου ορίζη να έλθουν, διά να τους δώσης καμμίαν προσταγήν να κάμουν, θέλω σε δουλεύσει μετά πάσης χαράς.

Ανίσως και φοβάσαι Αρμένηδες, δεν έχω να πω. Μα την τέχνη την ξέρεις. Τους Αρμένηδες τους δίνεις αύριο την Αρμενία και βρίσκεις χουζούρι. Πρώτη φορά δεν είναι που αναπαύεσαι έτσι. Μαυροβουνιώτες, Ρουμούνοι, Βούλγαροι, Σέρβοι: όλοι πήραν το δικό τους και σ' άφησαν ήσυχο. Σου πήραμε και μεις δυο τρεις πέτρες. Μα το πιώτερο το Ρωμαίικο είναι μαζί σου. Βλέπω και συνεφέρνεις.

Γιατί κι' ατή σου το νογάς, κι' ατή σου τ' απεικάζεις, Ανισως ας με χωριστής, το χάρο μου τοιμάζεις. Αχ, είναι η πρώτη μου φωνή Καθώς ημέρα να γενή· Βραδιάζει, κι' αχ φωνάζω, Μ' αυτό το αχ πλαγιάζω. Γιόμα μου είναι οι στενασμοί· Και οι πικροί συλλογισμοί· Δειπνώ μελαχολία, Σκληρήν απελπισία. Έχω τα δάκρυά μου πιοτό, Τα βασανά μου φαγητό. Ζιώ για να τυραγνιούμαι, Αφόν της σ' υστερούμαι.