Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Τότε είχε καθαρισθή πλέον και η αγριάδα και αι τρεις γυναίκες κατάκοποι εκάθησαν υπό την καρυδέαν, εις τον δροσερόν ίσκιον της να ξεκουρασθώσι και να φάγωσι το λιτόν γεύμα των, άρτον, τυρόν και μοσχοβολούντα πλατοκούκκια αρτιδρεπή στάζοντα δρόσον ακόμη. Εις το αντικρυνόν χωράφιον εβούιζεν η χαρά και η φαιδρότης των ευθυμούντων.

Και ήτο εύμορφος η σκηνή να βλέπης γυρμένον τον γέροντα επί σωρού μαλακής πτέρης, ην εκόμισαν τα κοράσια, διά ν' αναπαύσουν τα πρεσβυτικά μέλη του πατρός των, εγγύς του ηδέως μορμυρίζοντος ρεύματος, κ' εγγύς των ωραίων συμπλοκών της δάφνης, της μύρτου και της αγρίας ροιάς με τα κατακόκκινα άνθη της, τας οποίας επιχαρίτως εδέσμουν τα αγριόβατα, ενώ παραπέρα αι άγριαι λεμονέαι ως νύκτιαι νύμφαι ίσταντο κατά σειράν με τον κατάμαυρον ίσκιον των.

Ήμην πλαγιασμένος εις ένα ίσκιον, άφινα τας αίγας μου να βόσκουν, κ' εσφύριζα ένα ήχον, ένα άσμα του βουνού αιπολικόν. Δεν εξεύρω πώς της ήλθε να μου φωνάξη·Έτσι όλο τραγουδείς! . . . Δεν σ' άκουσα ποτέ μου να παίζης το σουραύλι! . . . βοσκός και να μην έχη σουραύλι, σαν παράξενο μου φαίνεται! . . . Μόνον ηξεύρω ότι μου έστειλε δι' αμοιβήν ολίγα ξηρά σύκα, κ' ένα τάσι γεμάτο πετμέζι.

Την ερχομένην ημέραν όταν υποκάτω εις τον ίσκιον ενός δένδρου ανεπαυόμουν, ιδού βλέπω όφιν πτερωτόν και ήρχετο προς με με την γλώσσαν έξω, ωσάν να εζήτει βοήθειαν και με το κεφάλι χαμηλόν και δακρυρροών και βλέπω να τον κρατή από την ουράν ένας άλλος όφις πτερωτός πολύ μεγαλύτερος διά να τον καταφάγη· πρώτον εφοβήθην, αλλ' η ανάγκη με έκαμε να λάβω τόλμην.

Όταν έγγραφεν ο ασθενικός ποιητής, ήτο γίγας, ηδύνατο να εναγκαλισθή το &πεντελικόν& να το σφίξη δυνατά, να γίνη &σταυραητός& με νύχια κοφτερά να σπαράσση θηρία, νανοίγη μακρυά φτερά και ν' απλόνη παχύν ίσκιον, να γίνη νυχτοπούλι και να περιπατή με το φεγγάρι, με τ' άστρα όλο σε ρεμματιαίς, σε στρούγγες, σε 'ψιλαίς ραχούλαις και να ψάλλη με φωνήν πουλιού.

Εκάθησα εις έναν ίσκιον δύο πατήματα μακράν από αυτό, και εις το μεταξύ που αναπαυόμουν, ήκουσα αιφνιδίως μίαν φωνήν, που μου λέγει· υιέ του Αδάμ, εσύ έφθασες εδώ εις καλόν καιρόν διά εμένα και διά εσένα.

Λέγοντας η βασίλισσα αυτά τα λόγια επέρασεν έμπροσθέν μου, όπου ήμουν κρυμμένος εις τον ίσκιον των πυκνών δένδρων· και ενώ ο αγαπητικός της ήτο προς το μέρος μου, του έδωσα μίαν σπαθιάν εις τον λαιμόν με όλον μου τον θυμόν, και τον επλήγωσα θανατηφόρα· αλλ' αυτήν την ελυπήθην, διότι ήτον εξαδέλφη μου· και όταν έπεσεν ο μοιχός κατακέφαλα ενόμισα ότι τον εφόνευσα ολοτελώς· και ευθύς χωρίς να με γνωρίση η βασίλισσα έφυγα με μεγάλην ορμήν.

Μίαν φοράν γυρίζοντας από ένα τέτοιόν του ταξείδι και ευρισκόμενος εις ένα τόπον έρημον και άνυδρον εβιάσθη από την καύσιν του ηλίου, από την δίψαν, και από την οδοιπορίαν να παραστρατήση, διά να εύρη κανένα δένδρον και νερόν διά να αναπαυθή εις τον ίσκιον.

Και λαμβάνοντας μίαν πέτραν εκτύπησα τον μεγαλύτερον όφιν εις την κεφαλήν και ευθύς τον εσκότωσα και ελευθερώθη ο άλλος που εζήτει βοήθειαν· έπειτα επέταξεν εις τον αέρα και έγινεν άφαντος. Εγώ ανεχώρησα ολίγον μακράν και εκάθησα εις τον ίσκιον άλλου δένδρου και εκεί απεκοιμήθην. Όταν εξύπνησα είδα πλησίον μου να κάθηται μία γυναίκα Αράπισσα με δύο σκύλες δεμένες.

Καθώς εγώ δεν εζητούσα άλλο παρά ένα τέτοιον πρόσταγμα, ευθύς επήρα ένα κανιστράκι, και επήγα και έμασα από τα πλέον ωραιότερα λουλούδια και άνθη, και μαζί με εκείνην την σκλάβαν ήλθαμεν υποκάτω εις έναν ίσκιον διαφόρων πυκνών δένδρων, εκεί που η Ρετζία ήτον καθισμένη επάνω εις ένα θρονί χρυσό, περιτριγυρισμένη από τριάντα σκλάβες νέες, η μία ευμορφότερη από την άλλην, που κατά αλήθειαν δεν ημπορούσε να γένη μία εκλογή καλυτέρα από αυτήν διά να συντροφεύσουν της Ρετζίας την ωραιότητα.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν