Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Η γραία μήτηρ της μετά δυσαρεσκείας υπήκουσεν. Εις την εκκλησίαν δεν έμεινεν. Εκόλλησε το κηρίον και απήλθεν αμέσως. Τότε ηκούσθησαν και του ελθόντος ατμοπλοίου οι οξείς συριγμοί· και μετ' ολίγον εκεί εις την Εκκλησίαν, πάλιν εις τον κύκλον των γραιών πρώτον διεδόθη η φήμη ότι ο Νικολάκης ήλθε. — Ποιος; Ποιος; Επανελάμβανον δέκα συγχρόνως στόματα. — Νά, ήλθε, έλεγον αι γραίαι, ο Παπανικόλας.

Όλων τα οθόνια εβράχησαν. Ο Βαγγέλης έλειπε την νύκτα. Ήλθε το πρωί, ευρίσκει το στρώμα και τα σκεπάσματα της κλίνης όλα βρεγμένα, και αρχίζει πικράν επίπληξιν κατά της εξαδέλφης του. — Μήπως και τα δικά μου δεν θα βράχηκαν τάχα, εκεί που βρίσκονται; είπε μεγαλοφώνως, ίσως διά να την ακούουν έξω, η Σταυρούλα. Να, και το παπλωματάκι μου, κύττα, πως έγεινε!

Εκεί ολόγυρα ήσαν πολλοί ντζουντζέδες, και ένας από αυτούς διά να προξενήση γέλοιον εις τους περιεστώτας ήλθε και μου έπιασε το χέρι και με εβίαζε να χορέψω· μα εγελάσθη ο ταλαίπωρος, επειδή και εκεί που με εβίαζε του εκτύπησα ένα μπάτσον τόσον σφοδρόν που αντραλωμένος ήλθε κατά γης.

Τι να έκαμνα; έστειλα τον υπηρέτην μου εκεί έξω, διά να έχω τουλάχιστον πλησίον μου ένα άνθρωπον ο οποίος την είχε πλησιάσει σήμερον. Με πόσην ανυπομονησίαν τον επερίμενα, με πόσην χαράν τον επανείδα. Μου ήλθε να τον πιάσω από το κεφάλι να τον φιλήσω αλλ' εντράπηκα.

Αλλ' ο μπάρμπα-Μοναχάκης αυστηρώς της έδωκε να εννοήση ότι δεν ήρμοζεν, αφού άπαξ ήλθε, να του φύγη τόσον γρήγορα.

Η μεγαλειτέρα, κόρη δέκα έξ χρόνων, ήλθε με την σούσταν του πατρός της ενδυμένη ως τελεία κυρία· με καπέλλο, με φόρεμα της τελευταίας μόδας, ούτε το ριπίδι δεν της έλειπε. Την άλλην την έφερεν ο πατήρ της με το κάρρο του· φορούσε και αυτή τα εορτάσιμα χωρικά της ενδύματα, ωραία ενδύματα κεντημένα όλα με το χέρι της.

Όταν λοιπόν ήλθε προς εμέ, έτυχε να ομιλώ, όπως συνειθίζω να ομιλώ προς τους φίλους μου, ενώ αι θύραι ήσαν ανοικταί, περί αρετής και σωφροσύνης.

Είπε και πόδι βωδινόν άρπαξε απ' το καλάθι και το 'ριξε· την κεφαλή γλυκόγυρ' ο Οδυσσέας 300 να το ξεφύγη, κ' έβγαλε πικρόγελο η ψυχή του· ήλθεν αυτό κ' εκτύπησε τον στερεωμένον τοίχο. ωνείδισ' ο Τηλέμαχος τον Κτήσιππο και του 'πε· «Το πράγμ' ως ήλθε, Κτήσιππε, να χαίρετ' η ψυχή σου· τον ξένον δεν επίτυχες, ότι εφυλάχθη μόνος· 305 άλλως μ' ακόντι κοφτερό θα σ' άνοιγα τα σπλάχνα· τότε ο πατέρας σου ταφή θα ετοίμαζε αντί γάμου δω μέσα· και μη κάμετετο σπίτι μου ασχημίαις· ότ' ήδη ο νους μου αισθάνεται, διακρίνει το καθένα, και το καλό και το κακό, και πλειά παιδί δεν είμαι. 310 βλέπουμε, και υποφέρουμε να σφάζονται τ' αρνία και τα κρασί να πίνεται, να δαπανάται ο σίτος· ότ' είν' έργον βαρύτατον ένας πολλούς να διώξη. αλλά να παύσετετα εξής σκληρά να μ' αδικήτε· και αν να με θανατώσετε σας σπρώχν' ήδ' η ψυχή σας, 315 το 'θελα εγώ καλήτερα, καλλιάχω ν' αποθάνω, παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα, να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις μέσατα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν».

Ει εγνώκειτέ Με, και τον Πατέρα Μου εγνώκειτε αν· και από τούδε γινώσκετε Αυτόν και εωράκατε ΑυτόνΚαι πάλιν ήλθε μία των παιδαριωδών εκείνων διακοπών, των τόσον πιστώς μνημονευομένων υπό του Ευαγγελιστού.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ναι! μάλιστα· την σκάλαν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αλλοίμονον! Τι έπαθες; και τι κτυπάς τα χέρια; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Απέθανε! απέθανε! Ώρα κακή που ήλθε! Ώρα κακή! 'χαθήκαμεν, 'χαθήκαμεν σου λέγω. Ω πίκρα! εσκοτώθηκε! αποθαμμένος είναι. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Μ' εφθόνησεν ο Ουρανός; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Σ' εφθόνησ' ο Ρωμαίος. Ποιος να το έλεγε ποτέ, Ρωμαίε — ω Ρωμαίε!

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν