Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Είπεν ο κυρ Στρατής εις τον φίλον μου· και έγλυφε τα δάκτυλά του, ως να το έτρωγεν ήδη — ήτο κοιλιόδουλος, ο μακάριος. — Να μου εύρης και εκείνον τον άλλον , — ούτω με απεκάλει προς τον φίλον μου· τον δε φίλον μου πάλιν προς εμέ απεκάλει εκείνος ο άλλος ώστε και εις τους δύο έδωσε το αυτό όνομα· ίσως διά να δείξη ότι αμφοτέρους επίσης ηγάπα.
Και διά περισσοτέραν τιμήν τον έκαμα απόκρυφόν μου συμβουλάτορα και τον είχα πάντα μαζί μου, και έτρωγεν εις το τραπέζι μου και ευρίσκονταν πολλά ευχαριστημένος διά τες ανταμοιβές που έκαμα. Κάνει χρεία να διηγηθώ κατά το παρόν εις ποίαν κατάστασιν ο Χασάν εύρε την αυλήν της Καρίσμου οπόταν εκεί έφθασεν.
Δεν ημπορούσαν να σταματήσουν τα δάκρυά του. Εκεί οπού ελειτουργούσεν, εκεί οπού έτρωγεν. Ως ιερεύς και ως πνευματικός πολύ ηγωνίζετο να κρύπτεται από τους ενορίτας του. Αλλά δεν ημπορούσε. Πολλά θέλομεν, αλλά πολλά δεν δυνάμεθα. Εκεί οπού ήρχοντο να τον ίδουν και να τον παρηγορήσουν, εδοκίμαζε να κάμη τον γενναίον, να κρύψη τον πόνον του, και άρχιζε να ψάλλη τότε το: πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα.
Τρικούπην». Πρέπει δε ν' αναγραφή ότι ουχί ολιγωτέραν αγάπην προς τον θνήσκοντα Μανώλην έδειξε και η γάτα του εκείνη, ην πάντες οι επισκέπται του ενθυμούνται επί του γραφείου όταν έγραφεν ή παρά την τράπεζάν του όταν εμοίραζε μετ' αυτής το λιτόν γεύμα όπερ έτρωγεν εν βία επανερχόμενος εκ της Εθνικής Βιβλιοθήκης. δ' Αφιεροί μελέτας και εκτενέστατον πόνημα εις το γλωσσικόν ζήτημα.
Αυτά 'λεγεν ανάμεσα 'ς ταις δούλαις, καθημένη 505 'ς τον θάλαμόν της• κ' έτρωγεν ο θείος Οδυσσέας. και αυτή σιμά της κάλεσε τον θείο χοιροτρόφο• «Εύμαιε», τον είπεν, «αγαθέ, προσκάλεσε τον ξένον, εδώ να τον καλοδεχθώ και να τον ερωτήσω, αν κάπουθ' έμαθ' είδησι του αδάμαστου Οδυσσέα, 510 ή και αν τον είδε• ότ' εις πολλά μέρη θα βγήκε ο ξένος».
Η Αμέρσα, η δευτερότοκος, ήτον ανύπανδρη, γεροντοκόρη ήδη, αλλά προκομμένη πολύ «μορφοδούλα», ονομαστή δε υφάντρια· ήτον μελαψή, υψηλή, ανδρώδης, — και τα προικιά της και τα στολίδια τα κεντητά, τα οποία μόνη της είχε κατασκευάσει, ευρίσκοντο κλεισμένα από χρόνων πολλών εις μεγάλην άκομψον κασσέλαν, και τα έτρωγεν ο σκόρος και το σαράκι. — Καλημέρα! . . . πώς είστε; . . . Πώς περάσατε;
Μόνον όταν έτρωγεν η αγαθή γραία, δεν ηδύνατο να κρύψη το παράπονόν της κ' επανελάμβανε: — Τώχ' το αίμα μας πλειο! Είχεν η θειά-Ζωίτσα και δύο θυγατέρας. Αυτό την εστενοχωρούσεν αρκετά.
Τέλος έφθασεν εις τον οίνον, έμαθε τον τρόπον πώς εγίνετο, και ευχαριστηθείς από το ποτόν τούτο, ηρώτησε τι έτρωγεν ο βασιλεύς και πόσον χρόνον μακρότατον ζη είς Πέρσης.
Πλην συνηθίσας εις τας τρικυμίας, δεν ηδύνατο κατ' αρχάς να ζήση εν τη ξηρά. Έχασε τον ύπνον. Μόλις παρήρχετο το μεσονύκτιον, ηγείρετο και ήρχιζε τα τσιγάρα, μεταβαίνων εις την αίθουσαν του οίκου του και παρατηρών εκ του παραθύρου αν ήνοιξε κανέν καφενείον. — Αυτό δεν είνε ζωή! Εμουρμούριζεν. Εκοιμάτο, έτρωγεν, έπαιζε πρέφα, έτρωγε και πάλιν εκοιμάτο. Κατελήφθη υπό μελαγχολίας.
Βλέπων τα ράφια γεμάτα ψωμία, εις δε την τράπεζαν παρατιθεμένην κάτασπρην πίτταν, ωργίζετο, πλην εις βάρος του, διότι έτρωγεν αρπαχτά την ζεστήν πίτταν, — εζήλευε να τρώγη η Κρατήρα φρέσκο, και αυτός ξηροκόμματα, ως τα έλεγε τότε τα ψωμία από την ζήλειαν του — και έπιπτεν όλη εις το στομάχι του και παρεπονείτο την νύκτα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν