Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Εις την λέξιν αυτήν είχε σταματήσει ο νέος, αφού πολλάκις την έσβυσε και την αντικατέστησε δι' άλλης και πάλιν την έγραψε. Την έσβυνε δε, όχι διότι δεν του ήρεσκεν η λέξις και εζήτει άλλην προσφορωτέραν, όχι διότι του έλειπε νόημα η έκφρασις, αλλά διότι του έλειπε δυστυχώς αυτό εκείνο το πράγμα, διά του οποίου ήθελε να συνοδεύση τας τρυφεράς προς την Μαρίαν ευχάς του.

Τα λόγια σου είναι πικρά. Με κυττάζεις παράξενα. Μια σκιά πέφτει στο πρόσωπό σου, που μου κάνει φόβο. Βέρα έλα να γυρίσωμε πίσω, έλα να γυρίσωμε στην παλιά εξοχή, μέσα στα πυκνά δέντρα. Έλα, Βέρα. ΒΕΡΑΘα ήτανε καλύτερα να μη συναντηθούμε ποτέ. ΦΛΕΡΗΣΈσβυσε λοιπόν το καθετί μέσα σου; ΒΕΡΑΑν είχε σβύσει δεν θα μ' έμελε να συναντηθούμε.

Όλους αυτούς και πάμπολλους άλλους, στην Ανατολή τους βρίσκουμε, κι από κει τους ακούμε και μαρτυρούν την Ελληνική τη νοστιμιά, την τέχνη, τη σοφία, που λες κ' έσβυσε το φως στην πηγή του, και ξανάναψε παρακείθε. Φως όμως δίχως την ιερή τη φωτιά, δίχως το κάτι εκείνο που από τους καιρούς του Τιμολέοντα δεν μας ξαναφάνηκε μήτε στην καθαυτό Ελλάδα μήτε στη Μικρασία.

Της μικράς παιδίσκης εξηλείφθη ο μορφασμός της, το χαμόγελόν της έσβυσε και η μυτίτσα της η πλακαρή εσχηματίσθη εις προεξοχήν. Η νεαρά διδασκάλισσα εγέλασε. Δεν εφαίνετο να πιστεύη τα μάγια. Η Ουρανιώ συνέπλεξε τας χείρας της εν αδημονία. — Μάγια σας κάμανε, κυρία, μάγια!... — Δεν είνε τίποτε, Ουρανία· μάζωξέ τα να τα πετάξης έξω. — Εγώ κυρία, να τα πιάσω, με τα χεράκια μου!;

Ετρεπόμεθα δεξιά και αριστερά, αποδώ κι' αποκεί, εκείνος καβάλλα, εγώ πεζός. Τέλος ο Κωσταντής κατήλθεν εξ ύψους του υποζυγίου του, μου επήρε το κερί κ' εκύτταζε να εύρη τον δρόμον. Ύστερα είπεν ότι τον ηύρε, έσβυσε το κερί, το έβαλε δεν ξεύρω πού και ίππευσε πάλιν. Και πάλιν απεπλανήθημεν. Εκοντεύαμεν ως τόσον να φθάσωμεν εις την Παναγίαν.

Το φως εκείνο του έσβυσε πάσαν θλίψιν από την καρδίαν, πάντα πόνον και πάσαν κακότητα, και του επλήρωσε την ψυχήν γαλήνης και ιλαρότητος. Τέτοια γαλήνη και φως ιλαρόν θα είναι εις τον Παράδεισον! . . . . .

Ώστε όταν έδιδες τα χείλη σου εις τον άλλον, η καρδιά σου πετούσε σε μένα. Ποτέ εκείνος δεν με είδεν εμπρός του έτσι. Ποτέ μαζή του δεν ησθάνθην ό,τι αισθάνομαι μαζή σου. Η αγάπη μου, η τρέλλα μου, το πάθος μου, ούτε έσβυσε, ούτε θα σβύση. Θυμήσου, Κώστα μου, θυμήσου πόσο ευτυχείς είμεθα. Πώς έλεγες ότι καμμιά άλλη γυναίκα δεν σε έκανε τόσον ευτυχή.

Μετά μίαν στιγμήν ο Πέτρος εξήλθεν από την σκιάν μιας καμπής της οδού, επλησίασεν, έσβυσε με την κιμωλίαν το μαύρο σημάδι από την θύραν του Νικολάκη του Κουνιέλη, εχάραξε μαύρον εις την αυλόπορταν του Γιάννη του Τζαφέρη κ' έφυγεν.

Αχτίδα χαράς φώτισε το πρόσωπό του, πούχε κάνει η μελαγχολία σκοτεινό, αλλ' η αχτίδα εκείνη ισκιώθηκε κι' έσβυσε στη στιγμή, και το πρόσωπο του ξένου ντύθηκε την πρώτη σκυθρωπάδα.

Και η φωνή πάλιν μου είπε οιονεί ψιθυρίζουσα : — Δεν είναι! ω! δεν είναι ένα θλιβερόν θέαμα! Αλλά προτού να εύρω λέξεις διά ν' απαντήσω, τα φάντασμα έπαυσε να σφίγγη την παλάμην μου, η φωσφορική λάμψις έσβυσε, και οι τάφοι εκλείσθησαν και πάλιν με αιφνιδίαν βίαν, ενώ εσηκώνετο ένας θόρυβος απελπιστικών κραυγών που επανελάμβανε : «Δεν είναι, ω! δεν είναι ένα θέαμα αληθώς θλιβερόν

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν