Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Ο στρατιώτης όμως δείλιασε και δεν έφερε τη διαταγή του στρατηγού 'σ το Μπούσγο. Έτσι ο Καραϊσκάκης αναγκάστηκε να τραβηχτή και φτάνει 'σ τη ράχη, όπου φύλαγε, άνεργος, ο Μπούσγος. Δαιμονίστηκε καθώς τον είδε ο Καραϊσκάκης, γιατί νόμισε πώς από φόβο δεν είχε έρθη βοήθεια του. — Το βρακί της Κατερίνας! Φέρτε μου το βρακί της Κατερίνας!
Ω θα είναι βέβαια φοβερό να είναι κανένας στην κατάστασή της. Να μην μπορή να κάμη τίποτε και να πέφτη συντριμένη με το παραμικρότερο που της φέρνει ανησυχία ή θλίψη. Να συλλογίζεται ακατάπαυτα το θάνατο, που πιστεύει πως θα έρθη, μα δεν έρχεται.
Ήσουν το μόνο τους παιδί, κ' ελπίδα πια δεν είχαν, αν και εσύ τους πέθαινες, άλλο παιδί να κάμουν. Κ' έτσι εμείς θα ζούσαμε όσω μας μένει ακόμα και συ δεν θα με έχανες, η ώρα μου πριν έρθη, κι' αυτά δεν θα ωρφάνευαν. Μα όλα ήταν γραμμένα και ήταν θέλημα θεού ό,τι έγινε να γίνη. Ας είναι όμως.
Και σα στάθηκε και με κοίταξε, χαμογέλασε και γύρισε προς το σύντροφό του απ' έξω, κ' είπε: «Καιρός του είναι πια να μας έρθη». Και ξύπνησα αμέσως τρομαχτικά. Κι άρχισα και συλλογιούμουν πως κάτι σημαίνει αυτό τόνειρο. Τάχα να μην έκαμνα το χατίρι τους και με φωνάζουνε πριν αποτελειώσω; Τάχα να την αποτέλειωσα τη δουλειά μου; Θεός το ξέρει.
Κι' αν μάθη η δόλια η μάνα μου κ' έρθη τη στρούγγα στρούγγα Και σας ευρή με τα λερά, για εμένα αν σας ρωτήση, Μην πήτε πως απέθανα, τι μ' έχει μοναχό της, Να ειπήτε ότι σας λέρωσεν η αναλλαξιά κι' ο κούρος, Να ειπήτε ότι μου ζήλεψαν την λεβεντιά η Νεράιδες Και 'ς τα παλάτια τους συχνά τα ερημικά, με παίρνουν.
— Δεν πειράζει. Αυτή μοναχή της φεύγει, και μοναχή της πάλι έρχεται. — Αλλά εγώ την θέλω, επέμεινεν ο Μάχτος. — Και τι την θέλεις; — Θέλω να της πω. — Της λες όταν έρθη. — Και πότε θα έρθη; — Όποτε θέλει. — Λοιπόν, συ ως μητέρα, δεν φροντίζεις δι' αυτήν; — Τι να φροντίσω; — Την αφήνεις και πάγει όπου θέλει;
Καλά που πρόφτασα κ' ήρθα . . . πώς δεν το πήρε μυρουδιά εκείνο το σκυλί, ο Μανώλης ο Πολύχρονος, να έρθη να μου τον πάρη!
Του Αγγελοκάστρου ο Βασιλιάς διαλάλησε μια 'μέρα: Ποιος ημπορεί την λίμνη μου να σπείρη πέρα ως πέρα, Και ποιος 'ς τα σύγνεφα ψηλά κοπάδια να βοσκήση; 'Σ το ρέμμα του Ασπροπόταμου ποιος ημπορεί να στήση 'Σ το χρόνο απάνω πέτρινο γεφύρι; Ας έρθη ομπρός μου Διαμάντια, ασήμι, μάλαμα, κι' όλο το βιο του κόσμου Να του χαρίσω αμέτρητο. Δεν άνοιξ' ένα στόμα, Κι' ουδ' ένας δεν ωμίλησε.
Κυνηγάτε, και μην ξεχνάτε την τέχνη, και βρεθήτε ανετοίμαστοι όταν έρθη τ' αληθινό το Μεγάλο το Κεφάλι, και σας βάλη και κυνηγάτε την αθάνατη τη Δόξα της Αρετής, της παλικαριάς, της λησμονησιάς του Εγώ. Φίλτατε Κληρονόμε μου, σ' έφερα, πάλι στο μοναχικό μου καλύβι, κι αφήσαμε το ταξίδι μας, ίσως απότομα κι άξαφνα· μα να σου πω το γιατί.
Ο ναυτικός δεν κάθεται να ψιλοκοσκινίζη το καθετί όπως ο στεριανός· δεν έχη καιρό για μυρολόγια. Έγινε — πέρασε· πάει με το αγέρι, με το κύμα, με τον αφρό, με την τρικυμία, με του καιρού τα διάβατα. Για τούτο πρέπει εκείνο που θα έρθη να έρθη σύγκαιρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν