Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Η θαλασσία νύμφη επλησίασεν ηρέμα, δι' ομαλού κινήματος, προ τον δεσμώτην, και κτυπήσασα διά της ουράς τας αλύσεις, τας διέρρηξεν. Ο Αννίβας ευρέθη όρθιος και ελεύθερος εν ακαρεί. Εγονυπέτησεν αυτομάτως. Αλλ' η νύμφη διολισθήσασα ταχέως επήδησεν εις την θάλασσαν, περιρραίνουσα το κατάστρωμα δι' ύδατος και έγεινεν άφαντος. Ο Βελμίννης έμεινε κατάπληκτος, διαπορών μη ήτο όνειρον το συμβάν τούτο.
Μια μεγάλη διαμαντόπετρα, αστραφτερή σαν τον αποσπερίτη, μεγαλύτερη από το μεγαλύτερο διαμάντι που στολίζει το διάδημα της βασίλισσας, φανερώθηκε μπροστά της. Έμεινε ώρα πολλή σα σαστισμένη, παίζοντας στα λευκά, παχουλά της δάκτυλα τον όμορφο θησαυρό. Δάκρυα χαράς τρέχανε απ' τα μάτια της. — Ο καϋμένος ο Παύλος! είπε μέσα της. Δε με ξέχασε...
Αυτήταν η ημέρα που φαντάσθηκα ευτυχισμένη και που με τόσην επερίμενα χαρά. Νάρθω να σ 'εύρω έξαφνα, μάνα υπερήφανη για το παιδί της, το καλό και τίμιο κι' εργατικό και σύζυγος που έμεινε πιστή στον πρώτο και στο μόνο της ζωής της έρωτα. Και πλούσια όπως ήμαι σήμερα θα σ' έπερνα να φεύγαμεν μακρειά με μια καινούρια αγάπη, που τόσο την δυνάμωσε του χωρισμού ο πόνος.
Κι' όλοι είδαν που το κρέας της έμεινε απείραχτο και αβρό σαν το δαμάσκηνο της δαμασκηνιάς. Τότε απ' όλα τα στήθεια μεγάλη κραυγή ευχαριστίας βγήκε προς το Θεό.
Χαμογέλασα με το ζήλο της, ενώ ταυτόχρονα τα λόγια της μου θερμαίνανε την καρδιά. — Γιατί θέλεις να συγκρίνης; είπα. — Γιατί αυτό με κάνει ευτυχισμένη, απάντησε. Κ' ενώ έμεινε ορθή εκεί μπροστά μου και με κοίταξε, πρόστεσε: — Άφησέ με να το πω τώρα, γιατί δεν πιστεύω να βρω άλλη φορά περίσταση να σου το πω: Το βρίσκω τόσο παράξενο όταν συλλογίζουμαι τον πρώτον καιρό που παντρευτήκαμε.
Ο τύπος πατήρ φάνταζε καλά στο χαρτί· αμέσως τον έπαιρνε το μάτι. Δεν είχε κανείς ανάγκη να τον ξηγήση· φαίνουνταν αρχαίος. Τον έβλεπαν οι Εβρωπαίοι κι απορούσαν. Ύστερα κατάλαβαν που δεν αξίζει· πολλά γράμματα τότες ο κόσμος δεν ήξερε. Έτσι έμεινε η συνήθεια, και νόμισαν οι δασκάλοι που φτάνει ναρχαΐζουν και θα μοιάζουν τους αρχαίους. Μάλιστα προσπαθούσαν κάθε μέρα ναρχαΐζουν περισσότερο.
Σαν έμεινε μόνη στον κόσμο η Δροσούλα, κάθε βράδυ γονάτιζε μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς, έκανε μετάνοιες απάνω σε μετάνοιες και παρακαλούσε κ' έλεγε: «Παναγιά μου Παρθένα, πάρε με τώρα να πάω να βρω ταγαπημένα μου. Ο κόσμος έγινε τάφος για μένα και κόσμος μου είνε ο τάφος, που κοίτονται ταγαπημένα μου.
Ειπέ τους όλους να φύγουν από τον δρόμον μας. Ήνοιξε την θύραν και, μολονότι δεν ήτο κανείς έξω εκεί, εφώναξα δυνατά: Φύγετε όλοι, πηγαίνετε εις τα σπίτια σας. — Δεν έμεινε κανείς έξω, Χρήστε. Πηγαίνωμεν. — Δεν ημπορώ να βλέπω το φως, πάτερ. Με πειράζει. Ο ήλιος επλησίαζεν εις την δύσιν του και αι τελευταίαι ακτίνες του εχύνοντο διά της ανοικτής θύρας εντός του πενιχρού δωματίου.
Μεθ' ο έλαβε θερμόν ακόμη εκ της προσψαύσεως του χρωτός το πάλλευκον κολόβιον της νεαράς γυναικός, και το προσήρτησεν επί της δευτέρας κώπης, ως πανίον. Η Λιαλιώ έμεινε με το μεσοφούστανον, κοντόν έως τας κνήμας, λευκόν όσον και το κολόβιον, και με τας λευκάς περικνημίδας, υφ' ας εμάντευέ τις τας τορνευτάς και κομψάς κνήμας, λευκοτέρας ακόμη.
Η Σεμέλη κατεφλέχθη υπό των ακτίνων του Διός, ο όσιος Νίκων έμεινε μονόφθαλμος, αφού είδε την ένδοξον ωραιότητα της Παναγίας , ο Άγ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν