Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Και σα ζυγώσανε οι στρατοί με τ' άρματα στα χέρια, 60 κουντρούν τομάρια και σπαθιά, κουντρούνε παλικάρια χαλκοπλισμένα, και κοντά κοντά οι αφαλωμένες είτανε ασπίδες, κι' άναψε μια ταραχή μεγάλη. Και κλάμα ακούς και παίνεμα αντάμα αντρών που σφάζουν και σφάζουνται, κι' η γης παντού στο αίμας κολυμπούσε. 65
Τα λόγια αυτά της μάνας μου μ' άναψαν μέσ' 'ςτά στήθηα Άσβεστη φλόγα, κ' έλεγα πότε να μεγαλώσω Τα κλέφτικα τα άρματα 'ς τη μέση μου να ζώσω, Να πάω να ζήσω 'ς τα βουνά, μ' αγρίμια να φωλιάζω, Με τ' άλλα τα κλεφτόπουλα να πολεμώ να σφάζω.
Τότε ο φιλόσοφός μου με την τέχνην του έκαμε να γεννηθούν κάποιες ασυμφωνίες και διαφορές ανάμεσα του Σουλτάνου και του βασιλέως της Γάζνας, και τόσον επλήθυναν, που εγύρισαν τα άρματά τους εναντίον ο ένας του άλλου.
Μόνε του πήρε τα μιαλά, του Γλάφκου, τότε ο Δίας, που πήγε κι' άλλαξε άρματα με το Διομήδη τότες, 235 χρυσά με χάλκινα, εκατό βοδιών μ' εννιά βοδιώνε. Κι' ο Έχτορας τότε έφτασε μπροστά στο Ζερβοπόρτι και στην οξά, κι' εκεί σωρός των Τρώωνε οι γυναίκες κι' οι κόρες τρέχανε όλες τους και γύρω τον ρωτούσαν για άντρες να μάθουν και παιδιά, για αδέλφια και για φίλους.
Τότες με θρήνους μ' οδυρμούς το λατρεφτό του τέρι 590 τούπεσε πια στα πόδια του, κι' όλες μια μια τις πίκρες τ' αράδιασε των δύστυχων που τους παρθεί το κάστρο· σφάζουνται οι άντρες, η φωτιά τα σπίτια τούς ρημάζει, οχτροί τούς παίρνουν τα παιδιά, οχτροί και τις γυναίκες. Κι' εκείνου τούβραζε η καρδιά π' αγρίκαε τέτια πάθια, 595 κι' ορμά να πάει, και φόρεσε τ' αστραφτερά άρματά του.
Ταπίστευτο το θέαμα, γυρτοί, συμπυκνωμένοι, Εκύτταζαν αχόρταγα ο Λάμπρος κ' οι συντρόφοι, Κ' εν ω με χίλιαις ξέλεξαις επνίγανε το μάντη Ακούσανε που εφρύμαζε συχνά συχνά η Αστέρω Σαν κάτι νάθελε να 'πή κ' εχτύπαε το ποδάρι, Κι' όλοι φωνάζουνε με μιας — Ο Μήτρος!... Το ξηφτέρι. — Στ' άρματ' αδέρφια, ’ς τ' άρματα!
Πυκνά, πυκνά ως καλάμια Ανεμισμένα εβλέπαμεν Να κινώνται εις τους κάμπους μας Των πολέμων μας τ' άρματα, Κ' έπεσαν όλα. Πού είνε η τόσαι γλώσσαι Των ακτινοβολούντων Σπαθιών; πού είνε η χείρες Των εχθρών μας αμέτρητοι; Πού τα καυχήματα; Πλατύς και σκοτεινός, Βαθύς έχασκεν κ' άφευκτος Ο άδης υποκάτω τους· Εβούλιασαν, εχάθησαν, Εκλείσθη ο τάφος.
Και κάτου τότες έπαιρναν οι Δαναοί να φάνε στο πόδι· κι' άμα απόφαγαν, φορούσαν τ' άρματά τους. Αντίκρυ πάλε οπλίζουνταν μες στο καστρί κι' οι Τρώες· 55 πιο λίγοι, κι' έτσι όμως να παν στη μάχη λαχταρούσαν σφιχτή απ' ανάγκη, μη χαθούν τα τέρια, τα παιδιά τους. Κι' όλες οι πόρτες άνοιξαν, κι' όλοι, πεζούρα αμάξια, χύθηκαν όξω, και βουή σηκώθηκε μεγάλη.
Κι' όταν οι διο ζυγώσανε με τ' άρματα στο χέρι, πρώτα άρχισε ο πλουμόκρανος γιος του Πριάμου κι' είπε «Γιε του Πηλιά, πια μη θαρρείς σαν πριν πως θα με σκιάξεις 250 πούτρεξα κύκλω τρεις φορές, κι' όταν με τ' όπλο ορμούσες να σε προσμείνω δείλιασα· μα να σταθώ η καρδιά μου τώρα μου λέει, να μετρηθώ μαζί σου, ή σφάξω ή σφάξεις.
Αφτοί φορούσαν τ' άρματα στου Δομενιά τριγύρω· αφτός σαν άγριο ατρόμητος καπρί μ' ομπρός τους πρώτους, πίσω ο Μηριόνης τους στερνούς του γκάρδιωνε ανομάτους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν