Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Ο Αγαθούλης είχε μάθη να μην κρίνη τίποτα μόνος του κι' απορούσε πολύ απ' ό,τι άκουε. Αλλ' ο Μαρτίνος εύρισκε τον τρόπο της σκέψης του Ποκοκουράντη πολύ λογικό: — Ω, να ένας Κικέρωνας, είπε ο Αγαθούλης· αυτόν το μεγάλον άντρα, είμαι βέβαιος, πως δεν παύετε να τον διαβάζετε.
Μόλις ο Αγαθούλης εγκαταστάθηκε σ' ένα ξένο δοχείο, τον έπιασε ελαφρός πυρετός από τους πολλούς κόπους.
— Καλά! είπε ο Μαρτίνος, να πώς οι άνθρωποι φέρνονται αναμεταξύ τους. — Είναι αλήθεια, είπε ο Αγαθούλης, πως υπάρχει κάτι διαβολικό σ' αυτή την υπόθεση. Ενώ μιλούσε, παρατήρησε κάτι λαμπερό κόκκινο, που κολυμπούσε κοντά στο καράβι τους. Κατεβάσανε τη βάρκα να ιδούνε τι ήτανε· ήταν ένα από τα πρόβατά του, που είχε χάσει άλλα εκατό τέτοια, φορτωμένα χοντρά διαμάντια του Ελδοράδο.
Πάνω σ' αυτή τη διήγησι, ο Αγαθούλης λιποθύμησε άλλη μια φορά. Μα όταν συνήλθε και είπε ό,τι έπρεπε να πη, ρώτησε για την αιτία και το αποτέλεσμα και για τον αποχρώντα λόγο, που κατάντησε τον Παγγλώση σε μια τόσο οιχτρή κατάστασι. — Αλλίμονο, είπεν ο άλλος.
Όταν κανείς δεν έχει τύχη σ' ένα κόσμο, την βρίσκει σ' άλλονε. Είναι μεγάλη ηδονή να βλέπει κανείς και να κάμνη νέα πράγματα. — Έχεις λοιπόν πάει στην Παραγουάη; είπεν ο Αγαθούλης. — Ε! βέβαια, είπεν ο Κακαμπός. Έκαμα επιστάτης στο κολλέγιο της Ανάληψης και ξέρω τη διοίκηση των λος πάδρες, όπως ξέρω τα σοκάκια των Γαδείρων. Είναι κάτι θαυμάσιο αυτή η διοίκηση.
— Αλίμονο! είπε ο Αγαθούλης, είναι η λύσσα να υποστηρίζης, πως όλα είναι καλά, όταν είναι κακά! Κ' έχυνε άφθονα δάκρυα κοιτάζοντας το νέγρο· και κλαίοντας μπήκανε στη Σουρινάμ. Το πρώτο πράμα που ρώτησαν ήτανε αν υπάρχη στο λιμάνι κανένα καΐκι που μπορεί να τους πάη στο Βουένος—Άυρες. Αυτός, στον οποίο απευθυνθήκανε, ήτανε ένας Ισπανός πλοίαρχος που προσεφέρθηκε να τους υπηρετήση τίμια.
Έτσι ο Αγαθούλης, ο Μαρτίνος κι' ο Περιγουρδίνος, συνομιλούσανε απάνου στη σκάλα βλέποντας να περνά ο κόσμος μετά το τέλος της παράστασης. — Αν και βιάζομαι πολύ να ξαναϊδώ τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη, είπε ο Αγαθούλης, θάθελα όμως να δειπνήσω με τη δεσποινίδα Κλαιρόν, γιατί μου φάνηκε θαυμαστή κοπέλλα.
Ο Αγαθούλης έλεγε πάντα στον Κακαμπό: — Είναι αλήθεια, φίλε μου, άλλη μια φορά, πως ο πύργος, που γεννήθηκα, δεν αξίζει τον τόπο, που βρισκόμαστε τώρα· μα επί τέλους η δεσποινίς Κυνεγόνδη δεν είναι εδώ κι' έχετε χωρίς αμφιβολία, κάποιαν ερωμένη στην Ευρώπη.
Ο Νορμανδός, χάρη σε άλλα τρία μικρά διαμάντια έγινε ο πιο φιλοφρονητικός άνθρωπος του κόσμου, μπαρκαρίζει τον Αγαθούλη και τους ανθρώπους του στο καΐκι, που επρόκειτο να κάνη πανιά για το Πόρτσμουθ της Αγγλίας. Δεν ήτανε βέβαια ο δρόμος της Βενετίας· αλλ' ο Αγαθούλης πίστευε, πως θα γλύτωνε από την κόλαση· κ' ελογάριαζε να ξαναπάρη το δρόμο για τη Βενετία σε πρώτη ευκαιρία.
Στις επαρχίες τις πάνε στην ταβέρνα· στο Παρίσι τις σέβονται, σαν είναι ωραίες, και τις πετούνε στα σκουπίδια, σαν πεθαίνουνε. — Τις βασίλισσες στα σκουπίδια! είπε ο Αγαθούλης. — Μάλιστα, είπε ο Μαρτίνος. Ο κύριος αββάς έχει δίκιο. Ήμουνα στο Παρίσι, όταν η δεσποινίς Μονίμη πέρασε απ' αυτή τη ζωή στην άλλη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν