United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έχω πολλούς πίνακες, μα δεν τους προσέχω πια. Ενώ περιμένανε το δείπνο, ο Ποκοκουράντης έβαλε να παίξουνε ένα κοντσέρτο. Ο Αγαθούλης βρήκε τη μουσική υπέροχη. — Αυτός ο θόρυβος, είπε ο Ποκοκουράντης, ημπορεί να διασκεδάση για μισή ώρα· αλλ' αν βαστάξει περισσότερο, κουράζει όλους, αν και κανείς δεν τολμά να το ομολογήση.

Ώστε δεν είναι δικό τους λάθος, είπε ο Μαρτίνος. Οι περισσότεροι πονταδόροι, που δεν καταλαβαίνανε τίποτε απ' αυτά τα λόγια, πίνανε· κι' ο Μαρτίνος συζήτησε με το σοφό, κι' ο Αγαθούλης διηγήθηκε μερικές του περιπέτειες στην οικοδέσποινα. Μετά το δείπνο, η Μαρκησία οδήγησε τον Αγαθούλη στην κάμαρά της και τον έβαλε να καθίση σ' έναν καναπέ.

Μετά οι δυο κόρες αυτού του καλού μουσουλμάνου βάλανε μυρωδιές στα γένια του Αγαθούλη, του Παγγλώσση και του Μαρτίνου. Θάχετε, είπε ο Αγαθούλης στον Τούρκο, κανένα μεγάλο και λαμπρό χτήμα. Έχω μονάχα είκοσι στρέμματα, απάντησε ο Τούρκος τα καλλιεργώ με τα παιδιά μου· η δουλειά διώχνει από μας τρία μεγάλα κακά: την ανία, την αμαρτία και τη φτώχεια.

Τέλος, δεσποινίς, έχω πείρα, ξέρω τον κόσμο· λάβετε την ευχαρίστηση να παρακαλέσετε κάθε επιβάτη να σας διηγηθή την ιστορία του κι' αν ευρεθή ένας, που να μην έχη συχνά καταραστή τη ζωή του, που να μην είπε συχνά μέσα του, πως είνε ο δυστυχέστερος των ανθρώπων, ρίξτε με στη θάλασσα με το κεφάλι κάτου. &Πώς ο Αγαθούλης αναγκάστηκε να χωριστή από την ωραία Κυνεγόνδη κι' από τη γριά.&

Μόνο αυτή η επιθυμία είναι η μάννα της προόδου· αυτή μπορεί να μας οδηγήση στη ζήτηση και στην εύρεση μιας λύσης, την οποία δεν δίνει ούτε μπορούσε να δώση τότες ο Βολταίρος. Μεταφρασμένος από το Γερμανικό ΤΟΥ ΚΟΥ ΔΟΚΤΟΡΟΣ ΡΑΦΛ με της προσθήκες, που βρήκαν στην τσέπη του, όταν πέθανε στη Μίνδεν, εν έτει σωτηρίω 1759. &Πώς ο Αγαθούλης ανατράφηκε σ' έναν ωραίον πύργο και πώς διώχτηκε απ' εκεί.&

Η συνήθεια, είπε ο ανώτερος αξιωματικός, είναι ν' αγκαλιάζουνε το βασιλιά και να τον φιλούνε από τα δυο μάγουλα. Ο Αγαθούλης κι' ο Κακαμπός πηδήσανε στα λαιμό του βασιλιά, ο οποίος τους δέχτηκε με τη μεγαλύτερη καλωσύνη, που μπορεί κανείς να φαντασθή και τους προσκάλεσε ευγενικά στο δείπνο.

Είναι σπουδαίο το θέμα, απάντησε ο Αγαθούλης· αυτά τα λόγια προκαλέσανε νέες σκέψεις, κι' ο Μαρτίνος έβγαλε το συμπέρασμα, πως ο άνθρωπος έχει γεννηθή για να ζη μέσα σε σπασμούς ανησυχίας ή μέσα στο λήθαργο τη πλήξης. Ο Αγαθούλης δε συμφωνούσε· αλλά και δεν βεβαίωνε τίποτα.

Λοιπόν, τον ξαναρωτά, η Κυνεγόνδη;. . . . . — Απέθανε, απάντησεν ο άλλος. Ο Αγαθούλης στ' άκουσμα αυτής της λέξης λιποθύμησε. Ο φίλος του τον ξανάφερε στις αισθήσεις του με λίγο κακό ξίδι, που βρέθηκε κατά τύχη μέσα στο σταύλο. Ο Αγαθούλης ξανάνοιξε τα μάτια. Η Κυνεγόνδη απέθανε!

Αποχαιρέτησε σε λίγο τους δυο ξένους, αφού πρώτα τους φίλησε τρυφερά. Την επομένη ο Αγαθούλης έλαβε, μόλις ξύπνησε, μιαν επιστολή, που έλεγε τα εξής! « Κύριε πολυαγαπημένε μου. Δω κι' οχτώ μέρες είμαι άρρωστη σ' αυτήν εδώ την πόλη· μαθαίνω, πως είστε και σεις εδώ· θα πετούσα στην αγκαλιά σας, αν μπορούσα να κινηθώ.

Και στις πολιτείες που φαίνονται πως χαίρονται την ειρήνη κι' όπου οι τέχνες ανθούνε, οι άνθρωποι κατατρώγονται από περισσότερες επιθυμίες, φροντίδες κι' ανησυχίες, απ' όσα δοκιμάζει δεινά μια πολιορκημένη πολιτεία. Οι μυστικές λύπες είναι πολύ δριμύτερες από τα δημόσια δεινά. Μ' ένα λόγο, έχω τόσα ιδεί και τόσα υποφέρει, ώστε είμαι μανιχαίος. — Υπάρχουν ωστόσο και καλά, απαντούσε ο Αγαθούλης.