United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ταύτα αναλογιζομένη παρεκίνησε κατά την τελευταίαν ώραν τον πατέρα να ζητήση εν ονόματι του Απόλλωνος την απόδοσιν αυτής παρά των Αχαιών.

Δεν τον ηκολούθησε κανείς; ηρώτησα. — Ποίος να φαντασθή τι έμελλε να συμβή! Και ούτε θα εγίνετο γνωστόν το τι συνέβη, εάν, κατά σύμπτωσιν, δεν ανέβαινε την ώραν εκείνην εδώ, κατόπιν του Νίκου, ο μόνος μάρτυς αυτόπτης του δράματος, ο Παντελής αυτός εδώ. Εστράφημεν και οι τρεις προς τον Παντελήν. Εκάθητο καταγής, εις ολίγων βημάτων απόστασιν, στρέφων τους οφθαλμούς προς την θάλασσαν.

Αφού εφ' ικανήν ώραν εξηκολούθει η κατ' ερωταπόκρισιν επίδειξις γνώσεων παντοδαπών, περί τε την θεολογίαν και την μαγειρικήν, προσεκάλει ο πατήρ τον πνευματικόν του φρουρίου ν' αποτείνη εις την παιδίσκην δυσκόλους ερωτήσεις περί οιουδήποτε κλάδου των ανθρωπίνων γνώσεων, η δε Ιωάννα ρίπτουσα το άγκιστρον εις τον ωκεανόν της μνήμης της ανείλκε πάντοτε την κατάλληλον απάντησιν, ην υπεστήριζε δι' εδαφίου της Γραφής ή του Αγίου Βονιφατίου.

Κι' ήθελα κάποιο να με καταλάβει, ίσα-ίσα την ώραν αυτή που έκανα ένα περίεργο συλλογισμό. — Όλο ιδέες κατεβάζεις σήμερα! — Το καράβι μας είναι φτιασμένο από σίδερο, ξύλα, σχοινιά, χρώματα. Όλα αυτά ενωθήκανε σ' ένα σχήμα. Στη θάλασσα όλα τα καράβια γίνηκαν από τα ίδια υλικά κι' έχουνε το ίδιο σχήμα.

Η αδελφή του Ευφροσύνη, νεάνις δεκαετής, γλυκεία και φιλάδελφος, ήρχετο τακτικώτατα κατά την ώραν της γυμναστικής, όπως μετά την σωμασκίαν του αδελφού της συνοδεύη αυτόν εις την πατρικήν των οικίαν. Ενώ δε επερίμενεν ημέραν τινά εις την αυλήν του σχολείου, θεωρούσα τας διαφόρους γυμνάσεις, ο Παύλος, αποτυχών είς τινα επί του μονοζύγου στροφήν, έπεσεν επί της άμμου.

Ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας, με φωτιά τα μάτια του από την αγρυπνίαν και από τον μυστικόν της νυκτός θρήνον, ξεσκούφωτος κι' έχων έτοιμον θυμιατόν πήλινον, από εκείνα τα πρασινοκίτρινα του Τσανακαλέ, έκαμεν αμέσως τον σταυρόν του και ήρχισε να θυμιάζη τους ναύτας γύρω-γύρω αναγινώσκων συγχρόνως το Τρισάγιον και ψάλλων: «Μετά πνευμάτων δικαίων . . . . .». Οι ναύται καταπτοηθέντες αίφνης από της πρώτης εκείνης επιβολής, μεθ' ης παρέστη ενώπιον των οφθαλμών των, την εωθινήν εκείνην ώραν, η απροσδόκητος αυτή σκηνή του πένθους, έστησαν εν ευλαβεία κατανυκτική γύρω-γύρω, ως εις Εκκλησίαν.

Και ο πάπα Σταύρος εξηκολούθει ν' απαριθμή τας εν τω επιτιμίω διαλαμβανομένας τιμωρίας, προσθέτων και τας ιδικάς του, όσας ενόμιζεν ικανάς να σηκώσουν τον νουν του εργάτου μίαν ώραν αρχήτερα. Ο Δημήτρης έτρεφε σεβασμόν εις τους ιερείς και τους λόγους των ήκουε μετά προσοχής θεωρών αυτούς ως εκ στόματος του Θεού εκπορευομένους.

Την εσπέραν προσεκλήθη είς ιερεύς, και ήρχισε να της διαβάζη άνωθεν της κεφαλής της τα Τετραβάγγελα. Η χήρα η Επαρχίνα κατεθλίβη κ' επροσπάθει με κάθε τρόπον να εγκαρδιώση την νέαν, και να παρηγορήση την μητέρα, η οποία όμως έκαμνε μορφασμούς δυσμενείας προς την ανδρεξαδέλφην της. — Είδες την Επαρχίνα! έλεγε κατ' ιδίαν η Ασημήνα η πτωχή. Να μου τρελλάνη το κορίτσι, μιαν ώραν μιαν ωρίτσα!

Σήμερον δε το ταχύ εβγήκα με αυτόν και με ένα σκλάβον, διά να υπάμε εις το κυνήγι. Και ωσάν εξεμακρύναμεν έως μίαν ώραν δρόμον, ο βασιλεύς ενθυμήθη πως ελησμόνησεν ένα πράγμα πολλά αναγκαίον εις το κρεββάτι του· όθεν γυρίζοντας εις το Κάστρον ξεπεζεύει από το άλογόν του, και μου λέγει να τον καρτερήσω εκεί· και αυτός από μίαν σκάλαν κρυφήν εμβήκεν εις την κατοικίαν της βασίλισσας.

Αφού επί τινα ώραν επεριπάτησα, κατέφυγα προς ανάπαυσιν υπό την σκιάν υπερκειμένου του ρεύματος δένδρου. Ήτο ημέρα Κυριακή, ώρα περί την δευτέραν μετά μεσημβρίαν, και εκ τούτου απόλυτος επεκράτει περί εμέ σιωπή και ερημία.