Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Κι' ορμώντας σα ζυγώσανε με τ' άρματα στα χέρια, τίναξε πρώτος ο Φηγιάς το τροχιστό κοντάρι· 15 όμως η μύτη απάνωθες περνάει απ' του Διομήδη τον ώμο τον αριστερό με δίχως ναν τον βλάψει. Δέφτερος ρήχνει τότε αφτός, μα απ' το δικό του χέρι τ' όπλο δεν πέταξε άδικα, μον του χτυπάει τα στήθια μεσόβυζα, κι' οχ τα φαριά τόνε γκρεμίζει χάμου.

Βάζω λοιπό χωριάτικα ρούχα, καθίζω δεμάτι ξύλα στον ώμο μου, σιμώνω τους ξένους, και βρίσκω τρόπο να με σκοτώσουνε δίχως να με νοιώσουν ποιος είμαι. Σφίγγει τότες την καρδιά της, και λέει η Βασίλισσα·Άντρα μου, ας γείνη το θέλημα του Θεού.

Σε τέτοιο σώμα, βέβαια, κατοικεί αθάνατη ψυχή. — Κυττάξτε, φεύγουν είπε ο Γκενεβέζος με θλίψη. Η Ελπίδα ήταν κατεβασμένη από τον ώμο του Δημητράκη και βάδιζε μπροστά, κρατώντας ένα κλαρί ολανθισμένης λεμονιάς. Εβάδιζε γελαστή και ζωηρή, σα να είχε κυριέψη τον κόσμο. Η καλοδέματη κορμοστασιά της εφούμιζε το διάστημα, σαν τόνος απαραίτητος στη ζωγραφιά.

Όπου να είναι, έρχεται κι ο αφεντικός. Κανένας δεν τα πήρε χαμπάρι τα που γένηκαν. Αστροπελέκι έπεσε, και τονε σκότωσε το Γιωργή μου. Τονε θάψαμε τ' απομεσήμερο. Σα γύρισα σπίτι, δεν μπορούσα πια να μείνω μέσα τη νύχτα. Όλα τα φαντάσματα τάβλεπα γύρω μου. Ήθελα να πάρω τα μάτια μου και να φύγω. Με φοβήθηκε τότες ο γέρος, έρριξε στον ώμο του το δισσάκι, και με πήρε μαζί του.

Και μόλις καμιά φορά κατά το ηλιόγερμα παύοντας τα δάκρυα και τις προσευχές, αφού εφορτώθηκε στον ώμο του τα κλαδόφυλλα, που έκοψε, γύρισε στο εξοχικό.

Μα όταν ήθελε να πάη μακρήτερα, τότε παρακαλούσε να τον πάρουνε στα χέρια. Κ' επειδή δεν μπορούσε κανείς ναρνηθή τίποτε του Σβεν, βρισκότανε πάντα κάποιος που τον έπαιρνε στα χέρια ή στον ώμο. Και τότε κοίταζε με καμάρι γύρω του και χαμογελούσε με τη συναίστηση της δύναμής του και της ευδαιμονίας πως τον αγαπούσαν όλοι.

Κι' ο Γλάφκος, τ' Απολόχου ο γιος, των Λυκιωτώνε ο πρώτος, μέσα στη βράση της σφαγής καρφώνει το Βιφίνο, του Δέξη γιοότι πήδηξε μες στο γοργό του αμάξι15 στον ώμο, κι' έπεσε νεκρός μέσα απ' τ' αμάξι χάμου. Και σαν τους πήρε μυρουδιά του Δία η θυγατέρα θεά Αθήνα, πως λιάνιζαν τους Αχαιούς στη μάχη, χύθηκε τότε απ' την κορφή την Ελυμπήσα κάτου να πάει στον κάμπο τον πλατύ.

Εκείνο το τρέμουλο φαίνεται ότι τον ενόχλησε τόσο που σηκώθηκε, ακούμπησε το χέρι του στον ώμο λέγοντας: «Ας βγούμε, πάμε να πάρουμε λίγη δροσιάΠήγαν να δροσιστούν∙ τα βήματά τους αντηχούσαν μέσα στη σιωπή όπως εκείνα της νυχτερινής περιπόλου.

Κι' ο Δομενιάς ξεπάστρεψε το Φαίστο, γιο του Βώρου, π' απ' τη λιγδεροχώραφη είταν φτασμένος Τάρνο· αφτόν στον ώμο το δεξύ με το μακρύ του φράξο 45 τον βρήκε εκεί π' ανέβαινε στ' αμάξι του, και χάμου έπεσε ο μάβρος, κι' άχαρο τον σκέπασε σκοτάδι.

Σσ... του σφύριξε ο Σταθόπουλος στ' αφτί. Μυαλό θα βάλης στην κολοκύθα τους; Να το ειπώ! Και ποιος τολμάει; Ξέρεις τι έγινε στον Άηθανάση ; — Τι; — Μόλις μας είδαν οι καλόγεροι κατάλαβαν το σκοπό μας και πυροβόλησαν στο σωρό· πλήγωσαν μάλιστα και τον Κουφό στον ώμο. Ρίχτηκαν όμως ετούτοι απάνω τους· άστραψαν κάμες, πιστόλες, έπεσαν πέτρες που κλείστηκαν οι καλόγεροι περίτρομοι στα κελλιά τους.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν