United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν αυτό, αγαπητέ μου Θεόδωρε, είναι αρεστόν εις εσέ, τότε και εις εμέ δεν είναι μισητόν, διά να το ειπούμεν ωσάν παροιμίαν. Ώστε πάλιν πρέπει να αποταθώ εις τον σοφόν Θεαίτητον.

Ωσάν να μου παρέλυσε τας φλέβας κρύος φόβος, και μου παγόνει της ζωής την ζέστην. — Θα τας κράξω· αν τας ιδώ αναψυχήν θα λάβω. — Παραμάνα! — Πλην τι την θέλω; Μόνη μου εγώ να παίξω έχω την αποτρόπαιον σκηνήν! Έλα εδώ, φιάλη! — Κι αν δεν ναρκόνη το πιοτόν; Θα με 'πανδρεύσουν τότε αύριον; Ω! ποτέ, ποτέ! Ιδού τι θα με σώση! Εδώ κοντά μου μείνε συ.

Φόβος λοιπόν υπάρχει, εάν δεν φερώμεθα όπως πρέπει προς τους θεούς, μήπως διασχισθώμεν και πάλιν και καταντήσωμεν όπως τα κατά κρόταφον παριστάμενα εις τας στήλας κοιλόγλυφα πρόσωπα που φαίνονται ωσάν πριονισμένα από την μύτην, ή όπως αι λίσπαι . Διά τούτο όλοι οφείλομεν να προτρέπωμεν αλλήλους εις σεβασμόν προς τους θεούς, τούτο μεν διά ν' αποφύγωμεν νέαν τιμωρίαν, τούτο δε διά να φθάσωμεν εις την αρχαίαν ημών κατάστασιν, οδηγόν και αρχηγόν έχοντες τον Έρωτα.

Μάλιστα με εβεβαίωσαν διά τα πετράδιά μου ότι παρόμοια δεν ευρίσκοντο εις καμμίαν βασιλεύουσαν πόλιν, εις όσας αυτοί εστάθησαν· αλλ' ούτε είδον ποτέ τόσα μεγάλα, λαμπρά και ωραία εις όσους χρόνους μετεχειρίζοντο αυτήν την τέχνην, επειδή και τα μεγαλύτερά μου διαμάντια ήσαν ωσάν αυγά στρουθοκαμήλου, άλλα ωσάν αυγά χήνας, και τα επίλοιπα ωσάν αυγά όρνιθος και περιστεριών· τα όσα έλαβον οι κυνηγοί εκείνοι ήσαν ωσάν αυγά χήνας εις το μέγεθος και ακτινοβολούσαν.

Κει 'πού κοιμώμουντον κήπον μου μεσημερίς, ως συνηθούσα, ήλθετην ώραν της μεγάλης μου ησυχίας ο θείος σου κλεφτά, μ' ένα ρογί γεμάτο από χυλόν του καταράτου μηλοχόρτου , καιτων αυτιών μου ταις αυλαίς έχυσεν όλο το λεπροφόρον αποστάλαγμα, κ' εκείνο με το αίμα του ανθρώπου τόσην έχθραν έχει, 'πού ωσάν υδράργυρος γοργά διαβαίνειόσαις πύλαις και δρόμους φυσικούς έχει το σώμα, και με σφοδρήν ενέργειαν κόβει ευθύς και πήγει το καθαρό μας αίμα, ωσάν μέσατο γάλα ξυναίς σταλαγματιαίς· και αυτόεμέ συνέβη· και ξάφνου επάνωόλο τ' ομαλό κορμί μου εξέσπασε λειχήνα, ως του Λαζάρου λώβα , 'πού αχρεία κλόδα βρωμερή την έκρυβ' όλην.

Και πάλιν άλλος υβριστής έλεγε• «Ποιος ηξεύρει εάν και αυτόςτο βαθουλό καράβι θα πλανάται μακράν των φίλων και χαθή, ωσάν τον Οδυσσέα; εις κόπους θα μας έβαζε τότε, να μοιρασθούμε τα κτήματ' όλα, αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, 335 να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που ήθε την πάρη νύμφη».

Κι' αμέσως από στόματος εις στόμα εσαλπίσθη του πασιγνώστου ποιητού η μέλλουσα φυγή, κι' εις πένθος και κατήφειαν η κώμη εβυθίσθη, ωσάν να την εμάστιζε του Φαραώ πληγή. Καλέ θα φύγη, έλεγαν, ο ποιητής αλήθεια; θα φύγη ο Μπερτόδουλος και ο Ανεμοκτύπης, οπού μας διεσκέδαζε με τόσα παραμύθια; και μόνο που δεν έκλαιαν εκ της πολλής των λύπης.

Όλως διόλου, είπεν ο Κέβης. Αλλά νομίζω βέβαια, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, ότι θα αφήση το σώμα τυλιγμένη με εκείνο το οποίον έχει μορφήν σώματος, το οποίον και η συναναστροφή και η συνεύρεσις με το σώμα, επειδή πάντοτε ευρίσκετο μαζί με αυτό και το επεριποιείτο πολύ, κατέστησαν εις αυτήν ωσάν φυσικόν. Βέβαια, είπεν ο Κέβης.

Αλλ' ο ιερεύς εχαλίνωσε την ορμήν του διά ν' ακολουθή μετά πλειοτέρας ανέσεως ο πεζός γέρων και διά να επαναλάβη την μετ' αυτού συνομιλίαν. — Θα τον προφθάσωμεν ζωντανόν; Τι λέγεις; — Τι να σου 'πώ; Ο άνθρωπος είνε εις τα έσχατά του. — Πώς τον άφησες; Πώς ήτο; — Πώς να είναι; Ωσάν άνθρωπος όπου ψυχομαχεί.

Απορώ όμως διά την αρχήν του λόγου διότι δεν είπε εις την αρχήν της «Αληθείας» του ότι όλων των πραγμάτων ο πήχυς είναι ο χοίρος, ή ο πίθηκος, ή κανέν άλλο χειρότερον ακόμη από όλα όσα έχουν αίσθησιν, διά να κάμη την αρχήν του λόγου του μεγαλοπρεπή και περιφρονητικήν προς ημάς και να επιδεικνύη ότι ημείς μεν τον θαυμάζομεν διά την σοφίαν του ωσάν θεόν, αυτός όμως, ως φαίνεται, δεν ήτο ως προς την φρόνησιν καλλίτερος ουδέ από ένα μικρόν βάτραχον, και όχι πλέον από κανένα άλλον άνθρωπον.