United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν είδε τον στρατιώτην, τον επήρε και υπήγε να δείξη εις το παιδί της κυρίας της τον περίεργον αυτόν ταξειδιώτην, ο οποίος εβγήκε μέσα από το ψάρι. Το παιδί τον έβαλεν επάνω εις την τράπεζαν. — Περίεργον! Όχι! Ναι! Τι σύμπτωσις!

Τραπεζιού περιγραφή, Τόσο έμπειρα σοφή, Άθρωπος να παραστήση, Βολετό ας μην ελπίση, Πόσα είδη φαγητά, Ή βρασμένα, ή ψητά, Ή αλλιώς μαγειρεμένα, Δεν αλησμονάς κανένα. Κρέας, ψάρι πλαστικό, Ζαχαράτο πορικό Λάχανο, γλυκό, σαλάτα, Πολυσύνθετα, μονάτα, Σ' όλα τέλιον αριθμό Με ψηλό λογαριασμό, Και με νου μεγάλο βάθος Καταστρόνεις δίχως λάθος.

Θα φάμε, θα φάμε πρωτογαλιά αύριον τα Χριστούγεννα, ανέμελπε σχεδόν ο παις από την χαράν του και εξαγαγών μικρόν ποιμενικόν αυλόν από την ζώνην του εξήπλωσε τα τσαρουχάκια του προς την ανθρακιάν, και ήρχισε να παίζη, θωπεύων ενίοτε και τα νεογέννητα αιγίδια. — Αυτό θα γείνη κοκκίνης επανελάμβανε· αυτό το άλλο θα γείνη ψαρί. Έμοιασε της μάννας του. Κ' ακόμη έλεγε.

Κ' έτσι σαν ήρθε στα ρηχά, δεν είχε πια δύναμη το δύστυχο να ξετιναχτή και να ξεκόψη. Είτανε μια χαρά να τη βλέπης σπαρταριστή στα χαλίκια απάνω τη συναγρίδα εκείνη. Έπρεπε να χάση τη ζωή του αυτό το ψάρι, να μας τη δώση εμάς.

Έτρεμε σαν το ψάρι, άναβε ύστερα σαν το κάρβουνο κ' έπειτα πνιγότανε στον ιδρώτα. Είχε γίνει πετσί και κόκκαλο. Είχαν αδυνατίσει και τα νεύρα του, παραξένεψε, παραμιλούσε στον ύπνο του και φορές-φορές πεταγότανε να φύγη απ' τα ρούχα του. — Απ' τον καιρό που πάτησα στη στερηά, χαΐρι και προκοπή δεν είδα, έλεγε. Ας όψεται ο Δεσπότης, Θεέ μου συχώρεσέ με.

ΤΡΙΝΚ. Αν αυτά πώχω στο κεφάλι μου είναι καλοί κατάσκοποι, τούτο είναι ένα λαμπρό θέαμα! ΚΑΛΙΜΠ. Ω Σέτεβε! τούτα είν' άξια πνεύματα τωόντι! Πώς γυαλίζει ο κύριος μου! φοβούμαι θα με παιδέψη. ΣΕΒΑΣΤ. Α! Α! τ' είν' τούτα; Κύριε μου Αντώνιε, είναι για πούλημα; ΑΝΤΩΝ. Ως φαίνεται· έν' απ' αυτά είναι φανερό ψάρι, και άσφαλτα για το φόρο.

Εδώ θα μας πάρη η νύχτα. Αλλά με το σκοτάδι θα εκινδύνευε περισσότερο. Επήρε θάρρος και αποφάσισε με κάθε τρόπο να το διώξη από κοντά του. — Το ψάρι κοντά μου· τσιμπάει απάνω· έτοιμοι! — Έτοιμοι.

Πού και πού ν' ανεβάση και κανένα μελάτι. Επείσμωνε τότε ο μηχανικός και άρχιζε το βρισολούσι: — Αμ και στον Περαία να βούταγες, καϋμένε, κάτι περσότερο θα έβγαζες. Ή μήπως είδες το ψάρι κ' εβιάστηκες ν' ανεβής. Μωρέ το παληκάρι της φακής! Ο Ραφαλιάς εφουρκιζόταν στα λόγια του· αλλά και τι να κάμη; Οι μηχανικοί όλοι τους είνε μια πάστα.

Ανίσως, φως μου, και η καρδιά μου Αλλησμονήση τα πρώτα δεσμά μου, Και μέλλει τάχα να σ' αρνηθή, Καθώς το ψάρι μπορεί να ζήση Όξω στη γη, να λαχταρήση Έτζι η καρδιά μου και να χαθή. Έρωτα, να ημπόρεσες ποτέ σου κι' άλλον ένα Να βρης απ' όσους πλήγωσες πιστόν ωσάν κι' εμένα.

Ή μήπως της επόνεσε κ' εκείνης το δόντι γι' αυτόν και ηθέλησε να της τον πάρη;. . . Ω, τρομάρα της· το ψάρι θα της ψήσητα χείλη!. . . Κ' εκείνον τον Γιάννο τον αχάριστον, εις τον οποίον επρόσφερε τον παράδεισον και αυτός τον ηρνήθη, θα τον κάμη να το μετανοήση πικρά· θα υποκύψη εις τας επιθυμίας της για το πείσμα, για να σκάση ο διάβολος κ' έπειτα ξεύρει τι θα του κάμη!. . .