Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Διότι ακριβώς το να κρίνη κανείς ή να λέγη τα μη όντα αυτό βεβαίως είναι το ψεύδος, το οποίον συμβαίνει εις την διάνοιαν και εις τους λόγους. Θεαίτητος. Το παραδέχομαι. Ξένος. Όταν δε υπάρχη ψεύδος, υπάρχει απάτη. Θεαίτητος. Μάλιστα. Ξένος. Και όμως, αφού υπάρχει απάτη, τότε έπεται πλέον λογικώς, ότι όλα τα πράγματα είναι καταφορτομένα από ομοιώματα και εικόνας και φαντάσματα. Θεαίτητος. Πώς όχι;

Πάνω σε τοίχο φρεσκοπλαστρωμένο και βαμμένο με λαμπερό κόκκινον άμμο ή μίγμα γάλακτος και κρόκου, ζωγράφιζε κάποια που πατούσε με κουρασμένα πόδια τους άλικους και μ' άσπρα λουλούδια αστροκέντητους ασφοδελώνες, κάποια «που εις τα ματόκλαδά της, απλώνονταν όλος ο Τρωικός πόλεμος», την Πολυξένη, τη θυγατέρα του Πριάμου, ή παράσταινε τον Οδυσσέα, τον συνετό και πολυμήχανο, δεμένο με γερά σχοινιά στο κατάρτι του πλοίου για να μπορή ν' ακούη δίχως πειρασμό το άσμα των Σειρήνων, ή περιπλανώμενον πλάι στο καθαρό ποτάμι του Αχέροντα, όπου φαντάσματα ψαριών γλυστρούσαν κάτω στη χαλικόστρωτη κοίτη, ή έδειχνε τους Πέρσες με περικεφαλαίες και περικνημίδες να κυνηγιούνται από τους Έλληνες στον Μαραθώνα, ή τις τριήρεις να κροτούν με τα χάλκινα έμβολά τους στη μικρή της Σαλαμίνας θάλασσα.

Ούτω και οι κιβδηλοποιοί, ίνα απομακρύνωσι τους περιέργους, διαδίδουσιν ότι φαντάσματα φρικαλέα και βρυκόλακες κακοποιοί συχνάζουσι τα σπήλαια, όπου χαλκεύεται ο νόθος χρυσός.

Η γλυκυτέρα ώρα του ύπνου, ώρα καθ' ην φεύγουν τα φαντάσματα και η ψυχή μας αναπαύεται τότε εις όνειρα ηδύτερα, μαλακώτερα, πλέον άυλα. Η ώρα, καθ' ηνηγείρετο ο τρομερός του χωρίου δεκατιστής.

Όλη τη νύχτα περπατούσαμε. Μέφερε ίσια δω. Τον ήξερε τον αφεντικό. Ο γέρος γύρισε πίσω. Αυτός δεν πολυφοβούνταν τα φαντάσματα, κ έμεινε στο καλύβι ως πρόπερσι, που συχωρέθηκε. Εγώ μήτε ξαναπήγα, μήτε ξαναπηγαίνω πια τώρα. Εδώ θα πεθάνω, κοντά, σας! Μην κλαις, παιδί μου, και μην τρομάζης. Εγώ η καταραμένη φταίγω που το τρόμαξα το πουλάκι μου».

Εξεκίνησεν η μικρά πομπή, προπεμπομένη από το παθητικόν πλούσιον μυρολόγι της υψηλοσώμου κόρης Πλουσίας, και την στιγμήν εκείνην, επάνω εις το ηλιακωτόν της γείτονος οικίας εφάνησαν, ως φαντάσματα της ημέρας, ως στήλαι ακίνητοι, να ίστανται δύο γυναίκες· μία μαυροφόρα, και μία με πολίτικην μανδήλαν χρωματιστήν, χρώματος «λαδί». Ήσαν η Κακαβάραινα και η κόρη της η Μελαγχρώ.

Διότι εισερχόμενος ήκουσα τους λόγους σας και μου εφάνη ότι δεν χάνετε τον καιρόν σας. Προσπαθούμεν, είπεν ο Ευκράτης, να πείσωμεν αυτόν εδώ τον σκληροτράχηλονκαι έδειξεν εμέ-—να πιστεύση ότι υπάρχουν πνεύματα και φαντάσματα και ότι αι ψυχαί των νεκρών γυρίζουν εις την γην και εμφανίζονται εις όποιους θέλουν. Εγώ εκοκκίνισα και έβλεπα κάτω, διότι εντράπηκα τον Αρίγνωτον.

Εγώ όμως χωρίς να φοβηθώ ούτε τα μεγάλα του μαλλιά, ούτε την φήμην του; Τ' είν' αυτά Αρίγνωτε, είπα, και συ η μόνη ελπίς της αληθείας, είσαι γεμάτος από καπνόν και φαντάσματα; Όπως η παροιμία λέγει, άνθρακες ο θησαυρός απεδείχθης.

Ο δε ποιμήν εξηκολούθει: — Με μίαν σκούνα, με μια έμορφη γυναίκα εγγλέζα, ξανθή και ροδοκόκκινη, — σπηκ ίγγλισσ; — παρενέβαλε σαρκάζων ο ποιμήνμε δύο παιδάκιανα του ζήσουνένα αγοράκι και ένα κοριτσάκιζευγαράκιδεν σου μοιάζουν διόλου, — ροδοκόκκινα και ξανθά. Καλώς τα δέχθηκες τα φαντάσματα, ήλθα ξαργού, να σου το πω και να πάρω τα συχαρίκια, μη τύχη και φοβηθήτε πάλιν.

Αφού δε εψιθύρισε την επωδήν εκείνην, με εμάγευσε όλον και διέγραψε κύκλους γύρω μου διά να μη με κακοποιήσουν τα φαντάσματα, με ωδήγησε πάλιν εις το σπήτι του, αλλά με υπεχρέωσε να οπισθοβατώ. Κατά το υπόλοιπον δε της νυκτός εκάμαμεν τας ετοιμασίας μας διά το ταξείδι.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν