United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΓΟΝΕΡ. Υγίαινε, αυθέντα μου, υγίαιν', αδελφή μου! ΚΟΡΝ. Πηγαίνετε να εύρετε τον Γλόστερ τον προδότην 'σάν κλέπτην να τον δέσετε κ' εμπρός μας φέρετέ τον! Δεν ημπορώ εις θάνατον να τον καταδικάσω, αφού δεν έχω πρόσχημα δικαιοσύνης κάπως, αλλ' η οργή μου ημπορεί να κορεσθή αλλέως! Ο κόσμος ίσως με μεμφθή, αλλά να μ' εμποδίση δεν ημπορεί! Ποιος έρχεται; — Α! Ο προδότης είναι!

Δεν το πιστεύγω πως ήρθετε για να χορέψετε. Επά 'ν' όλο Χριστιανοί με τσι γυναίκες και τσ' αδερφίδες τως κιάν ήρθετε για να χορέψετε, έπρεπε να φέρετε κιαπατοί σας τσ' αδερφίδες και τσι γυναίκες σας. — Εμείς θα φέρωμε τσι γυναίκες μας να χορέψουνε με τσοι Ρωμιούς; είπεν ο Τούρκος πλησιάζων απειλητικώς τον Αέρα.

Σταθήτε, απάνθρωποι, φέρετε σέβας εις το βασιλικόν αίμα· εγώ είμαι υιός του Μηνορτόκ, βασιλέως του Μουσούλ, και κληρονόμος των επαρχιών του.

Και ο άνδρας, 'που κρυφόσμιγε μ' αυτήν, της απαντούσε 430 «δεν έρχεσαι κατόπι μας οπίσωτην πατρίδα, να ιδής και το παλάτι σου, να ιδής και τους γονείς σου; ότ' είναι ακόματην ζωή, και υπέρπλουτοι λογιούνται». Τότε η γυναίκα ωμίλησεν, απάντησέ του κ' είπε• «και αυτό θα γείνη, αν θέλετε να μου ορκισθήτε, ω ναύταις. 435 άβλαπτην να με φέρετε οπίσω ς' την πατρίδα».

Εις τούτους λοιπόν τους ανθρώπους όταν ήλθον οι Ιχθυοφάγοι, έδοσαν τα δώρα εις τον βασιλέα λέγοντες ταύτα· «Ο βασιλεύς των Περσών Καμβύσης, θέλων να ήναι φίλος και ξένος σου, έπεμψεν ημάς να ομιλήσωμεν μετά σου και σοι προσφέρει τα δώρα ταύτα τα οποία ευχαριστείτο πολύ ο ίδιος μεταχειριζόμενοςΑλλ' ο Αιθίοψ, εννοήσας ότι ήλθον ως κατάσκοποι, τοις απεκρίθη· «Ο βασιλεύς των Περσών δεν σας έπεμψε να μοι φέρετε δώρα επιθυμών την φιλίαν μου, και δεν λέγετε την αλήθειαν.

Ο Βινίκιος συνωφρυώθη, είτα δε εξηκολούθησε: Κανείς δεν μας είδεν, όταν εισήλθομεν εις την οικίαν αυτήν, εκτός ενός Έλληνος, όστις είχεν έλθει μαζί μας εις το Οστριανόν. Φέρετέ τον εδώ και θα τον διατάξω να σιωπήση διότι είναι μισθωτός μου. Θα γράψω εις τους οικείους μου ότι απέρχομαι εις Βενεβέντον.

Θα φέρετε την Ιουλιέταν έξω; ήλθ' ο γαμβρός. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Είναι νεκρή! αποθαμμένη είναι! Αλλοί, αλλοί! ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Να την ιδώ... Τελειωμένη· κρύα· το αίμα εσταμάτησε· εβάρυναν τα μέλη· απεχαιρέτησ' η ζωή τα χείλη της προ ώρας· ο Θάνατος απλώθηκεν επάνω ‘ς το κορμί της, 'σαν παγωνιά παράκαιρη εις δροσερόν λουλούδι. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ώρα κακή μας 'πλάκωσε! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Ω συμφορά και πίκρα!

Πλειότερον απ' όλαις την αγαπούσα, κ' ήλπιζα παρηγοριάν να εύρω μια μέρατην αγάπην της. — Να μη σε βλέπω· φύγε! 'Σ τον τάφον μου ανάπαυσιν κ' ειρήνην να μην έχω, αν του πατρός της την καρδιάν ποτέ την ξαναεύρη! — Ποιος είν' εκεί; — Πηγαίνετε να φέρετε τον Γάλλον.

Εάν όμως σεις έχετε καμμίαν καλλιτέραν από αυτήν, φέρετέ την εις το μέσον και ειπέτε την. Δεν είναι εύκολον, καλέ Ξένε, να αφήσωμεν αυτά και να έχωμεν άλλα να ειπούμεν διά την γυμναστικήν και τα αγωνίσματα. Λοιπόν διά τα ερχόμενα κατόπιν δώρα των Μουσών και του Απόλλωνος, τότε μεν, ως να τα εξηντλήσαμεν εντελώς, ενομίσαμεν ότι πρέπει να αφήσωμεν μόνον την γυμναστικήν.

Το γράμμα τούτο μ' έδωσε να δώσω του πατρός του· να τραβηχθώ μ' επρόσταξε, να τον αφήσω μόνον αλλέως μ' φοβέρισε να κόψη την ζωήν μου. ΠΡΙΓΚΗΨ Δος μου το γράμμα. Θα ιδώ τι γράφει του πατρός του. Πού είναι και ο άνθρωπος του Πάρη; Φέρετέ τον. — Ειπέ μου συ· τι έκαμεν εδώ ο κύριος σου; Ο ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ Έφερε άνθη στης νεκράς το μνήμα να σκορπίση, κ' επρόσταξε παράμερα εγώ να περιμένω.