United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δυστυχής εφαίνετο ως άνθρωπος μη γνωρίζων τι να υποθέση, τι να σκεφθή, και τι να είπη. Τα επ' αυτού στυλωμένα τριπλά ζεύγη οφθαλμών, εν μέσω της νεκρικής εκείνης σιωπής, τον ετάραξαν, τον εφόβισαν και επί τέλους τον παρώργισαν. — Δεν μου λέγετε, ανεφώνησε, τι σημαίνει τούτο; Η εκφώνησίς του επέφερε σωτήριον αποτέλεσμα.

Και θα της είναι τριπλά φοβερότερο κοντά σε όλα αυτά να θλίβη τον άνθρωπο, που αγαπά περσότερο απ' όλα στον κόσμο και να μην της είναι δυνατό να κάμη τίποτε για να του αλαφρώση τον πόνο. Κάποτε κάθεται και με κοιτάζει, άμα νομίζη πως δεν το παρατηρώ και τότε παίρνει το πρόσωπό της μια τέτοια έκφραση απελπισιάς, που μου ξεσκίζει την καρδιά.

Διπλαίς απετουνιαίς, τριπλά παραγάδια . . . με χονδρούς φελλούς και με μολυβήθραις πενηντάρικαις . . . . Και τα μάτια σας τέσσερα . . . . Να στέκεσθε απρόντο, νάχετε απρόντο και της πράγκαις και τα καμάκια . . . και το σηπιογιάλι έτοιμο . . . γιατί αλλοιώς δε βγαίνει λαδιά. Είτα ο Μανώλης προσέθηκεν·

Χθες τον συνήντησα κατά τύχην εις τον δρόμον ενός άλλου χωριού· του μίλησα, και μου διηγήθη την ιστορίαν του, η οποία διπλά και τριπλά μ' εσυγκίνησε, όπως εύκολα θα εννοήσης αν σου την διηγηθώ πάλιν.

Χίλιες φορές δρασκέλησεν από το ένα μέρος Και χίλιες ξεδρασκέλησεν αντίθετα από τ’ άλλο, Ξανάειπε χίλιες δυο φορές τα μαγικά της λόγια Και δυο χιλιάδες έφτυσε τριπλά πισόπλατά της, Κι’ όλο συμπούσε τη φωτιά κι’ όλο τη συδαυλούσε, Κι’ έρριχνε ξύλα απάνω της για να κρατούν τη φλόγα.

Αυτά 'παν κείνοι κ' έφυγαν κ' εγέλασε η καρδιά μου πως τ' όνομά μου απάτησε κ' η αλάθευτή μου γνώσι. και ο Κύκλωπας εστέναζε, με πόνους και με οδύναις, 415 και ψηλαφώντας σήκωσε τον λίθον απ' την θύρα, και αυτούτην θύρα κάθισεν απλόνοντας τα χέρια, κάποιον να πιάση, ως έβγαινετην μέση των προβάτων• πως θα 'μουν τόσο εγώ μωρός είχετον νου του ελπίδα. και ωστόσο τον καλήτερον τρόπον εζήτα ο νους μου, 420 ναύρω απ' τον θάνατον φυγή της συντροφιάς κ' εμένα. και απείρους δόλους ύφαινα, τέχναις πολλαίς, ως πρέπει για την ζωή• τι συμφορά μεγάλ' ήταν κοντά μας. και ιδού ποια συμφερώτερη τότε μου εφάνη γνώμη. ήσαν αρνιά καλόθρεφτα, εύμορφα και μεγάλα, 425 'π' ως το γιοφύλλι εμαύριζε το δασερό μαλλί τους. σιγά με βούρλα τα 'δεσα καλόστριφτ', απ' εκείνα 'που τα 'χε στρώμα ο Κύκλωπας, τ' άνομο εκείνο τέρας• τριπλά, τριπλά• το μεσινόν έφερνεν έναν άνδρα, τα δυοτο πλάγι εβάδιζαν κ' έσωζαν τους συντρόφους• 430 ώστ' έναν άνθρωπον τρι' αρνιά βαστούσαν και εις εκείνα κριάρ' είδα λαμπρότατο, κ' ευθύς από τα νώτα το 'πιασα εγώ, τυλίχθηκατην δασερή κοιλιά του, και από το πλούσιο του μαλλί πιασμένος με τα χέρια σφικτά κρατιούμουν, κ' έμενα μ' αδάμαστην καρδία. 435

Εν αντιθέσει προς ταύτα, δύο παχείαι μακρόταται πλεξίδες κομψώς εζευγμέναι διά κυανής ταινίας παρείχον εις τα νώτα της νεάνιδος τον μάλλον υπερήφανον κόσμον του γυναικείου σώματος, ενώ τας μικράς και επιμελώς γ α ν τ ω μ έ ν α ς χείρας της εβάρυνον διπλά και τριπλά βραχιόλια πολύτιμα, όπως ήτο πολύτιμος και η καρφοβελώνη η αστράπτουσα διά του στενού ανοίγματος του μακρού της επενδύτου.

Πλην τώρ' αυτήν στείλ' 'ς τον θεόν· κ' οι Αχαιοί κατόπι Να σε πληρώσωμεν τριπλά, και τετραπλά, οπόταν Δώση ο Ζευς ν' αρπάξωμεν την πολιτείαν Τροίαν. Τον αποκρίθ' ο βασιλεύς ο Αγαμέμνων, κ' είπε· Ω ομοιόθε' Αχιλλεύ, ωσάν καλός που είσαι, Μη δόλια· δεν με περνάς, ουδέ με καταπείθεις.

Αν και δεν έλαβε ποτέ επιστολήν, αν και δεν έμαθε ποτέ καμμίαν περί του υιού της είδησιν, όμως μυστικόν τι συναίσθημα εν εαυτή της έλεγε κρυφά ότι ο υιός της ζη, και ότι θα έλθη· και θα έλθη τα Χριστούγεννα «καπετάνιος». Και ελειτούργει τους ναούς, και ήναπτε κηρία διπλά και τριπλά εις τας αγίας Εικόνας, και έτρεχεν ακούραστος κατά Σάββατον «εις το Χωριό», εις την παλαιάν της νήσου κώμην, το έρημον φρούριον, όπου αφήσαμεν τους ποιμένας, ν' ανάψη τας κανδήλας του Χριστού, της ωραίας εκείνης εκκλησίας, διά την οποίαν ησθάνετο άρρητον συμπάθειαν.