Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Θειαφοκέρι ο Δημήτρης σαν το πρωτάκουσε! Αμέσως, και δίχως μήτε στιγμή συλλογή, τα κόλλησε κι αυτουνού ο νους του στο χαλασμένον εκείνον τον αρρεβώνα. Δεν ξεστόμισε μήτε λέξη ώρα πολλή, παρά συγκρατούσε κλεισμένα τα τρεμάμενα χείλη του, σα να τούμπηγες σιγανή σουβλιά στα συκώτια του. — Πήγαινε στη δουλειά σου, γυρίζει τέλος και λέει του δούλου προσταχτικά. Ψέμματα είνε.
Άσπρα κάτασπρα τα μαλλιά του κεφαλιού, τρεμάμενα τα πόδια, στείρα ταφόπλακα η καρδιά. Η νέα ζωή πολυθόρυβη, μεγαλοφάνταστη, αντρειωμένη σκορπά τριγύρω του, φεύγει και χάνεται σαν γάργαρο νερό που τρέχει κάτω από ρουπάκι κατάξερο. Πώς να την αισθανθή και πού να την ακολουθήση; Αδύνατον!
Κ' απάνω σ' όλ' αυτή την πίκρα, μια κοντούλα γερόντισσα που θα συνέβγαλε ως τα σήμερα πολλά παιδιά κι αγγόνια για το στρατό, τράβηξε μπροστά, και σέρνοντας αγάλι' αγάλια τα τρεμάμενα ποδάρια της, ζήτησε να της σύρουν το χορό, για να καλοστρατήσουν οι ξενητεμένοι. Μεγάλη αλυσίδα χορού απλώθηκε τότε στην ακροθαλασσιά.
Ύστερα σηκώθηκε και πάη μπροστά στο εικονοστάσι, σταυροκοπήθηκε, σκύβοντας σε κάθε σταυροκόπημα το γέρικο κορμί της, σα χοντρόκορμη βαλανιδιά, που την κλονίζει η δύναμη του βοριά, κι' αφού τελείωσαν τα σταυροκοπήματα έβαλε ένα σκαμνί μπροστά στο εικονοστάσι, ανέβηκε ψηλά με τρεμάμενα ποδάρια, ξεκρέμασε τη σβυστή καντήλα, την κατέβασε ανάγαλια-ανάγαλια, την έχυσε στο βάθος της στιας, την έπλυνε με στάχτη, την γέμισε πάλε με καθαρό νερό και την έδωκε της Μαριανθούλας να την κρατάη, έβγαλε από ένα ξύλινο κουτί καινούριον αφαλό, πέρασε το φυτήλι στον αφαλό, έρριξε στην καντήλα καθαροκάθαρο λάδι, άναψε το φυτήλι, απόθηκε τον αφαλό αναμμένο μέσα στο πλεούμενο λάδι και κρατώντας την αστραφτερή καντήλα με τρεμάμενο χέρι, ξαναπάη στο σκαμνί, ανέβηκε πάλε ψηλά και την κρέμασε μ' ευλάβεια μπροστά ατό εικόνισμα· ξανακατέβηκε με προσοχή ανασκήρησε το σκαμνί, ξανασταυροκοπήθηκε κι' άρχισε να πέφτη στα γόνατα και να κάμη μετάνοιες μπροστά στην εικόνα της Μάννας του Θεού, που κρατούσε στην τρυφερή της αγκαλιά το Παιδάκι της, χαρούμενη που τούχε μπροστά της.
Της φαινόταν σαν να λιγοθυμούσε, όπως εκείνη την ημέρα, και πως τα δάκρυά της ήταν εκείνα του Τζατσίντο και τα ρουφούσε, σαν το χυμό ενός ξινού φρούτου, με τα τρεμάμενα χείλη της, διψασμένα από όλα εκείνα τα φιλιά που δεν έδωσαν ούτε πήραν. Τα νιάτα, το πάθος, ο πόνος του Τζατσίντο μεταγγίζονταν σ’ εκείνη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν