Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Παράλυτος κάθεται ο καπετάνιος στον βράχο του· θέλει να σύρη το χέρι στ' άρματα και το χέρι στέκει ακίνητο σαν αλισοδεμένο στην πέτρα. Θέλει να βγάλη φωνή· μα του είνε αδύνατον. Γυρίζει το βλέμμα ζερβόδεξα να ιδή τους συντρόφους και ξεχωρίζει μαύρους ίσκιους που τρέχουν και πηδούν αναμαλλιασμένοι, θεότρελοι από τον φόβο τους.
Ο νέος επροσπάθει να σύρη επί της άμμου την βάρκαν, σπεύδων να συνοδεύση την Λιαλιώ επάνω εις το χωρίον. Υπώπτευεν ότι οι άνθρωποι της σκαμπαβίας θα τους εκυνήγουν κ' επί της ξηράς, και, χωρίς να ειξεύρη διατί, ήτο ευτυχής διά τούτο.
Αλλά πολύ περισσότερον το πράγμα είναι ως εξής· εάν μεν η ψυχή χωρισθή από το σώμα καθαρά, χωρίς να σύρη μαζί της κανέν από τα ανήκοντα εις το σώμα, διότι θεληματικώς δεν ήτο συμμέτοχος εις τίποτε με αυτό κατά το διάστημα της ζωής, αλλ' απέφευγεν αυτό και ήτο συμμαζευμένη αυτή μόνη εις τον εαυτόν της, διότι διά τούτο εφρόντιζε πάντοτε· ότι τούτο δεν είναι τίποτε άλλο παρά ότι ορθώς εφιλοσόφει και εμελέτα πραγματικώς να αποθάνη ευκόλως· ή μήπως τούτο δεν είναι μελέτη θανάτου;
Όταν όμως, φίλε μου, σύρη ο ίδιος κανένα εις το δικαστήριον και του επιτρέψη κανείς να αφήση κατά μέρος την μικροσυζήτησιν: Όχι, εγώ αδικώ εσέ, όχι, συ αδικείς εμέ, και να υψωθή εις την εξέτασιν της καθ' αυτό δικαιοσύνης και αδικίας διά να εύρη τι διαφέρουν αυτά το έν από το άλλο και από όλα τα άλλα πράγματα, ή από την μικροσυζήτησιν, αν ο βασιλεύς είναι ευτυχής, διότι έχει πολύ χρήμα, να υψωθή εις την εξέτασιν της βασιλείας και εν γένει της ανθρωπίνης ευτυχίας, ή αθλιότητος, διά να εύρη τι είναι το καθέν από αυτά και με ποίον τρόπον αρμόζει εις την φύσιν του ανθρώπου το μεν έν από αυτά να το αποκτήση, το δε άλλο να το αποφύγη, θριαμβεύει.
Πολλάκις της ημέρας κατερχομένη εις το δωμάτιον παρεκάλει, ηπείλει, έλεγεν ό,τι αι αισχραί επιθυμίαι της υπηγόρευον, επεδείκνυε στήθη καλλίμαστα και ροδοκόκκινα, βραχίονας ευπαγείς και λευκούς, μηρούς και κνήμας εξαισίου πλαστικότητος, προσπαθούσα διά των θελγήτρων της να τον σύρη εις εαυτήν.
Βάρος, μπόδιο, κι' ασκημάδα, Κι' όσα άλλα η φιληνάδα Να εφεύρη είν' αρκετή, Τ' αριθμάει δημηγορόντας, Και θερμά κατηγορόντας Τη νορά για περιττή· Κι' ακλουθόντας ως το τέλος Να κακολογάη το μέλος, Με απόφασις φωνή Να κοπή για δίκιο κρίνει, Συμβουλή και γνώμη δίνει Προς ωφέλειαν κοινή. %Κι' είπε τόσα η πονηριά της, Που κοντεύει στα νερά της Την κοπή των Αλουπών Να τραβίση και να σύρη, Πάσα μια απ' αυταίς να γύρη, Στο δικό της το σκοπόν· Μόνε μια απ' όσαις τότες Ήταν δεύτεραις και πρώταις, Αλουπού καθολική, Ε της λέει, αγαπημένη, Πώχεις την νορά κομμένη, Κι' είσαι τόσο γνωμική.
ΑΜΛΕΤΟΣ Κάθε άλλο παρ' ό,τι σώχω συμβουλεύση· άφησε τον πρισμένον βασιλέα πάλιν να σε σύρη 'ς την κλίνην, να σου γλυκοπιάση το μάγουλο, και να σου λέγη «το πουλί μου»· στέρξε για δυο βρωμόχνωτα φιλάκια κ' ένα χάιδεμα του λαιμού σου από τα κολασμένα δάκτυλά του, τα πάντα να του φανερώσης, ότι τρελλός πραγματικώς εγώ δεν είμαι, αλλ' από τρέλλαν πονηρήν.
Έτσ' είπε· και ο Αχιλλεύς μάνισε, κ' η καρδιά του Στα στήθη του τα μαλλιαρά φαντάσθηκε δυω γνώμαις. Ή το σπαθί το κοφτερό απ' το μηρί να σύρη, Και να σκορπίση τους λοιπούς, να σφάξη τον Ατρείδη. Ή να κρατήση τον θυμόν, να παύση την ορμήν του. Ως που αυτά στοχάζουνταν 'ς τον νουν, και 'ς την ψυχήν του Κι' απ' το θηκάρι σέρνουνταν το μέγα το σπαθί του, Η Αθηνά 'π' τον ουρανόν επρόφθασε, και ήρθε.
Εκτός της αδελφής και του πλοίου, κόσμος δι' αυτόν δεν υπήρχε. Και αυτός ο Καραγιάννης δεν είχε πλέον καμμίαν δύναμιν επάνω του· αφού και εις τον γάμον της αδελφής του, τελεσθέντα ολίγον καιρόν κατόπιν, δεν κατώρθωσε να τον σύρη. Είχε προσποιηθή τον άρρωστον και αι παρακινήσεις των οικείων απέβησαν εις μάτην. — Διασκεδάσετε σεις, εγώ δεν είμαι για γάμους και χαραίς· τους είπε και τους απέπεμψε.
Επίσης δεν είνε ανάγκη μαντείας διά να γνωρίζωμεν ότι, εάν δεν σκεπάσωμεν τον σπόρον και δεν ακολουθή τον γεωργόν υπηρέτης ο οποίος να σύρη το χώμα με δίκελλαν επ' αυτών, θα έλθουν τα πτηνά και θα φάγουν προκαταβολικώς όλην την ελπίδα του θέρους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν