United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε σούπα να μην πηαίνης στση Βαγγελιάς; — Αι, σούπε κιανείς πώς πάω; είπα με αυθάδεια. — Είπανέ μου πως συχνοπερνάς κίσως μπαίνεις και στο σπίτι. — Κιάνεν περνώ; κιάνε μπαίνω; είπα προκλητικά. Η μητέρα μου μ' ατένισε με κατάπληξη, αλλά δεν έδειξε θυμό. — Πού την έμαθες να τη βγάνης αυτή τη γλώσσα; θες να πης πως δε με λογαριάζεις και πας στση Βαγγελιάς;

Ο Μανώλης, ενθουσιασθείς, έπιεν εις υγείαν της συντέκνισσας και συνέκρουσε μετ' αυτής το ποτήριον. — Να τα χιλιάσης, σύντεκνε! απήντησεν η Γαρεφαλιώ. Τοιαύται προπόσεις διεσταυρούντο ακατάπαυστα: — Να ζήσ' η νεοφώτιστη! — Απού 'βαλε το λάδι να βάλη και το κλήμα! — Στση χαρές των απάντρευτω! Και ο οίνος εντός ολίγου «κορύφωσε την ευθυμίαν.

Η απάντησή μου έφερε σαμηχανία τη μητέρα μου, που σαν όλες οι γυναίκες, πίστευε τα όνειρα. — Είδες το αληθινά αυτό το όνειρο; — Τώδα, σου λέω. — Μα σούπε κ' η Παναγία πως άνε πηαίνης στση Βαγγελιάς δεν είνε φόβος να πάρης το χτικιό; Είπε σου το αυτό; — Δε μου τώπε. — Μα σου το λέω 'γώ κιαυτό φοβούμαι. Μαγάρι να γιάνη η κακομοίρα η Βαγγελιά. Ο Θεός το κατέει άνεν το θέλω.

Από καιρού εις καιρόν απετείνοντο και προς την Πηγήν: — Στση χαρές σου, Πηγιό! — Χαρές νάχετε! απήντα χωρίς ψευδαιδημοσύνην η κόρη. Μετ' ολίγον επήλθεν η χαρακτηριστική της αρχομένης μέθης σύγχυσις. Ενώ ο παπάς έψαλλεν, εις το άλλο άκρον της τραπέζης κάποιος γέρων, όστις είχε μεταβή κατά την επανάστασιν εις την Κάρπαθον, εμιμείτο την προφοράν των Καρπαθιωτών και οι παρακαθήμενοι εξεκαρδίζοντο.

Κατέω κ' εγώ; κατέω κ' εγώ; απήντησεν η χήρα με ήθος ανθρώπου σαστισμένου. Στση θειας τση στο Πετρούνι εξώμεινε. Μα είντα τη θες αυτή που δε σε θέλει και θα φύγη, λέει, να πάη πάλι στη χώρα; Είντα τη θες; Πλησιάζουσα δε τον νέον με ταπεινήν ικεσίαν σκύλου επανέλαβε: — Ντα δε σ' αρέσω 'γώ, Μανωλιό; Και σπασμός λυγμού διέκοψε την φωνήν της. — Δε σαρέσω 'γώ ... που σ' αγαπώ τόσον καιρό η δύστυχη;

Η Επιτροπή δεν φεύγει! Επειδή δε ο Χατζή Νεόφυτος επέμενεν εις την γνώμην του, ο Ηγούμενος του είπε: — Θωρείς τα κείνανέ τα κάρβουνα που 'ν' από τα 21 εκεί στση μεσοδοκιάστρες; — Θωρώ τα. — Με 'κείνα να θα τσοι μουζώσω στο πρόσωπο κείνους που θα με κατηγορήσουνε πώς έκαψα το μοναστήρι για την ελευθερία.

Το κορίτσι κείνο μούδωκε αφορμές να σκεφθώ· αλλ' η αγάπη που με περίμενε στο χωριό βρήκε τη δύναμη να διώξω τον πειρασμό. Στο χωριό έφτασα δειλινό κεπειδή σε λίγο φάνηκα έτοιμος να ξεπορτίσω, η μάνα μου μούπε με θυμωμένο παράπονο: — Χόρτο να μην κόψης εδά, μόνο να σφίξης στση Βαγγελιάς. Εμάς, πρέπει, μάςε βαριέσαι. — Ποιος σούπε πως θα πάω 'κειά; — Δεν το θωρώ πως ο νους σου 'ν' εκειά;